Η ιστορική φωτογραφία της Μαρίας Παντίσκα Μίχα που έκανε το γύρο του κόσμου μέσα από το αμερικανικό περιοδiκό Life
Την πρώτη μέρα που πήγα στο Δημοτικό σχολείο, τότε δεν υπήρχαν νηπιαγωγεία, ξαφνιάστηκα με τα πολύχρωμα ρούχα που φορούσε η δασκάλα. Ήταν κάτι αλλόκοτο, εξωπραγματικό, κάτι μεταξύ καρνάβαλου και ξωτικού, δεν μπορούσε να συμβαίνει. Αφού οι γυναίκες φοράνε μαύρα - πρέπει να φοράνε μαύρα - δεν μπορεί η κυρία να έχει τέτοιο χαρούμενο φουστάνι, κόκκινο με άσπρα πουά –τότε δεν ξέραμε τη λέξη. Ανέτρεπε τη φυσική τάξη πραγμάτων στην εμφάνιση των γυναικών. Αφού οι γυναίκες πρέπει πάντα να φοράνε μαύρα!
Λίγο αργότερα κατάλαβα. Η φυσική τάξη στην εμφάνιση των γυναικών ήταν να φοράνε όμορφα χρώματα, φανταχτερά, απλώς οι γυναίκες στο χωριό μου, έπρεπε να φοράνε μαύρα…
Κάθε γυναίκα και ένα σπίτι, κάθε σπίτι και ένας, δυο, τρεις, τέσσερις σκοτωμένοι, ένας, δύο, τρεις, τέσσερις σφαγμένοι. Και αν δεν είχε το ίδιο το σπίτι, είχε αυτό του μπάρμπα, του ξάδερφου, του γείτονα - το δικό μου, του πατέρα μου δηλαδή, είχε την μάνα του, την αδερφή του και το αβάπτιστο κοριτσάκι της, που το διαπέρασαν με λόγχη όπως το κρατούσε η μάνα του στην αγκαλιά της…
Ήταν μια ζεστή μέρα στις 10 Ιούνη του ΄44, όταν τα Ες Ες, ξεχύθηκαν με λύσσα στο Δίστομο, σφάζοντας ό,τι έβλεπαν μπροστά τους να κινείται, γάτες σκυλιά, ανθρώπους... Ευτυχώς, όσο ήταν «ευτυχώς», ήταν μέρες θερισμού, οι χωριανοί βρίσκονταν στα σταροχώραφα και έτσι αποφεύχθηκε να γίνει αγριότερο το φονικό, όσο μπορούσε να γίνει αγριότερο.
218 γυναίκες, γέροι, παιδιά και λίγοι άντρες, πέρασαν από λεπίδι μέσα σε ένα απόγευμα. Τον παπά του χωριού τον αποκεφάλισαν, βρέφη εκτελέστηκαν, παιδάκια ορφάνεψαν, γυναίκες βιάστηκαν πριν θανατωθούν. Το σούρουπο οι γερμανοί κουράστηκαν να σφάζουν, φοβήθηκαν μήπως τους βρει η νύχτα έκθετους σε καμιά επίθεση των ανταρτών και ξεκουμπίστηκαν. Επιστρέφοντας στη βάση τους στη Λιβαδειά, εξακολουθούσαν να σκοτώνουν όποιον άμαχο συναπαντούσαν στο δρόμο τους – αθώους χωριάτες που γύριζαν από το μεροδούλι στα χωράφια.
Η νύχτα βρήκε τα πτώματα στα χωμάτινα σοκάκια του χωριού, ματωμένα, ξεκοιλιασμένα, έρημα, μοναχικά. Δίπλα τους όσα σκυλιά γλύτωσαν τις σφαίρες, έμειναν να αλυχτούν πονεμένα και να φρουρούν τους σκοτωμένους. Οι ζωντανοί αλλόφρονες, πονεμένοι και διχόγνωμοι: να θάψουν τους δικούς τους, όπως απαιτεί ο προαιώνιος σεβασμός προς τους νεκρούς, έστω και αν δεν προλάβαιναν να τους μοιρολογήσουν, ή να τους αφήσουν έρημους στους δρόμους και να σκορπιστούν στα γύρω σπήλαια και τα μαντριά μπας και γυρίσουν τα Ες Ες και τους αφανίσουν όλους;
Πηγή : protagon
Σε λίγες μέρες αναμένεται να εκδικαστεί η γερμανική προσφυγή στο δικαστήριο της Χάγης, προκειμένου να ακυρωθεί απόφαση ιταλικού δικαστηρίου, το οποίο δικαίωνε τους κατοίκους του Διστόμου, ορίζοντας πως η Γερμανία πρέπει να πληρώσει αποζημιώσεις. H νομική ανακίνηση του θέματος δεν στοχεύει απλά και μόνο στην οικονομική αποζημίωση των θυμάτων της σφαγής του Διστόμου. Διεκδικεί την έμπρακτη αναγνώριση ενός από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου και αποτελεί τον ελάχιστο φόρο τιμής στις 218 ψυχές που για 67 χρόνια αναμένουν την ανάπαυση...
Δείτε επίσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου