Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2009

Η Κυριακή της Συγνώμης


Μαζί με τις ευχές του Ευροκλύδωνα για καλή και ¨πνευματικά γόνιμη¨ Μεγάλη Σαρακοστή, αναδημοσιεύουμε παλαιότερη ανάρτηση με τον κατηχητικό λόγο των ημερών που διανύουμε, από τον π. Αλέξανδρο Σμέμαν.



...φτάσαμε πια στις τελευταίες μέρες πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή. Ήδη κατά την εβδομάδα της Απόκρεω πού είναι πριν από την Κυριακή της Τυροφάγου, δύο μέρες - ή Τετάρτη και ή Παρασκευή - ξεχωρίστηκαν να ανήκουν στη Σαρακοστή. Ή Θεία Λειτουργία δεν τελέστηκε και ή όλη τυπική διάταξη στις ακολουθίες έχει πάρει τα λειτουργικά χαρακτηριστικά της Μεγάλης Σαρακοστής. Στον Εσπερινό της Τετάρτης χαιρετίζουμε την Μεγάλη Σαρακοστή με τούτο τον ωραιότατο ύμνο:
Ανέτειλε το έαρ της νηστείας, και το άνθος της μετανοίας, αγνίσωμεν ουν εαυτούς αδελφοί, από παντός μολυσμού, τω φωτοδότη ψάλλοντες, είπωμεν δόξα σοι, μόνε Φιλάνθρωπε.
Κατόπιν, το Σάββατο της Τυροφάγου η Εκκλησία μας «ποιεί μνείαν πάντων των εν ασκήσει λαμψάντων αγίων ανδρών τε και γυναικών». Οι άγιοι είναι τα πρότυπα πού θ' ακολουθήσουμε, οι οδηγοί στη δύσκολη τέχνη της νηστείας και της μετάνοιας. Στον αγώνα πού πρόκειται ν' αρχίσουμε δεν είμαστε μόνοι:
Δεύτε άπαντες πιστοί, τας των όσιων Πατέρων, χορείας υμνήσωμεν. Αντώνιον τον κορυφαίον, τον φαεινόν Ευθύμιον, και έκαστον και πάντας ομού… Έχουμε βοηθούς και παραδείγματα: Των Μοναστών τα πλήθη, τους καθηγητάς νυν τιμώμεν. Πατέρες, όσιοι…
Τελικά έρχεται ή τελευταία μέρα, πού συνήθως, την ονομάζουμε Κυριακή της Συγνώμης, αλλά έχει και ένα άλλο λειτουργικό όνομα πού θα πρέπει να θυμόμαστε: «της από του Παραδείσου της τρυφής εξορίας του Πρωτόπλαστου Αδάμ». Το όνομα αυτό συνοψίζει ουσιαστικά την πλήρη προπαρασκευή για τη Μεγάλη Σαρακοστή. Ξέρουμε ότι ό άνθρωπος πλάστηκε για να ζει στον Παράδεισο, για τη γνώση του Θεού και την κοινωνία μαζί Του. Η αμαρτία του όμως τον απομάκρυνε από την ευλογημένη ζωή και έτσι ή ύπαρξη του στη γη είναι μια εξορία…
Η Μεγάλη Σαρακοστή είναι ή απελευθέρωση μας από τη σκλαβιά της αμαρτίας, από τη φυλακή του «κόσμου τούτου». Και το ευαγγελικό ανάγνωσμα αυτής της Κυριακής (Ματθ. 6, 14-21) θέτει τους όρους για μια τέτοια απελευθέρωση. Πρώτος όρος είναι ή νηστεία - ή άρνηση δηλαδή να δεχτούμε τις επιθυμίες και τις ανάγκες της «πεπτωκυίας» φύσης μας σαν ομαλές, ή προσπάθεια να ελευθερωθούμε από τη δικτατορία της σάρκας και της ύλης πάνω στο πνεύμα. Για να είναι αποτελεσματική ή νηστεία μας δεν πρέπει να είναι υποκριτική, δηλαδή «προς το θεαθήναι». Να μη φαινόμαστε «τοις ανθρώποις νηστεύοντες, αλλά τω Πατρί ημών τω εν τω κρύπτω». Δεύτερος όρος είναι ή συγνώμη. «Εάν αφήτε τοίς ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ό Πατήρ υμών ό ουράνιος», (Ματθ. 6,14). Ο θρίαμβος της αμαρτίας, το κύριο σημάδι του ρόλου της πάνω στον κόσμο, είναι η διαίρεση, η αντίθεση, ό χωρισμός, το μίσος. Έτσι το πρώτο σπάσιμο σ' αυτό το φρούριο της αμαρτίας είναι ή συγχωρητικότητα: ή επιστροφή στην ενότητα, στην σύμπνοια, στην αγάπη. Το να συγχωρήσω κάποιον σημαίνει να βάζω ανάμεσα σε μένα και στον «εχθρό» μου την ακτινοβόλα συγχώρεση του ίδιου του Θεού. Το να συγχωρήσω είναι να αγνοήσω το απελπιστικό αδιέξοδο στις ανθρώπινες σχέσεις και να το αναφέρω στο Χριστό. Συγχώρεση πραγματικά είναι ένα πέρασμα της Βασιλείας του Θεού μέσα στον αμαρτωλό και
«πεπτωκότα» κόσμο…
Ουσιαστικά ή Μεγάλη Σαρακοστή αρχίζει με τον Εσπερινό τούτης της Κυριακής. Αυτή ή μοναδική σε βάθος και ωραιότητα ακολουθία έχει δυστυχώς εκλείψει από αρκετές εκκλησίες. Όμως παρ' όλα αυτά τίποτε άλλο δεν αποκαλύπτει καλύτερα το χαρακτηριστικό τόνο της Μεγάλης Σαρακοστής στην Ορθόδοξη Εκκλησία και πουθενά άλλου δε διακηρύσσεται τόσο καλά ή έντονη πρόσκληση στον άνθρωπο. Η ακολουθία αρχίζει με τον κατανυκτικό εσπερινό όπουo o ιερέας είναι ντυμένος με λαμπερά άμφια… Κατόπιν γίνεται ή είσοδος του Ευαγγελίου με τον εσπερινό ύμνο: «φως ιλαρόν αγίας δόξης...». Ό ιερέας τώρα προχωρεί προς την Ωραία Πύλη για ν' αναφωνήσει το εσπερινό Προκείμενο πού πάντοτε αναγγέλλει το τέλος της μιας και την αρχή της άλλης μέρας. Το Μέγα προκείμενο αυτής της ημέρας αναγγέλλει την αρχή της Μεγάλης Σαρακοστής.
Μη αποστρέψης το πρόσωπο σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι· ταχύ επάκουσόν μου· πρόσχες τη ψυχή μου, και λύτρωσαι αυτήν.
Ακουστέ τη θαυμάσια μελωδία του στίχου τούτου, αυτή την κραυγή πού ξαφνικά γεμίζει την εκκλησία «...ότι θλίβομαι!» - και θα καταλάβετε το σημείο από το οποίο ξεκινάει ή Μεγάλη Σαρακοστή: το μυστηριώδες μίγμα της ελπίδας με την απογοήτευση, του φωτός με το σκοτάδι. Η όλη προετοιμασία έφτασε πια στο τέλος. Στέκομαι μπροστά στο Θεό, μπροστά στη δόξα και στην ομορφιά της Βασιλείας Του. Συνειδητοποιώ ότι ανήκω σ' αυτή, ότι δεν έχω άλλη κατοικία, ούτε άλλη χαρά, ούτε άλλο σκοπό. Συναισθάνομαι ακόμα ότι είμαι εξόριστος από αυτή μέσα στο σκοτάδι και στη λύπη της αμαρτίας γι’ αυτό «θλίβομαι»! Τελικά παραδέχομαι ότι μόνο ό Θεός μπορεί να με βοηθήσει σ' αυτή τη θλίψη, ότι μόνον σ' Αυτόν μπορώ να πω «πρόσχες τή ψυχή μου». Μετάνοια πάνω απ' όλα, είναι το απελπισμένο κάλεσμα για τη θεία βοήθεια… Πέντε φορές επαναλαμβάνουμε αυτό το Προκείμενο. Και τότε να! ή Μεγάλη Σαρακοστή αρχίζει. Τα φωτεινά χρωματιστά άμφια και καλύμματα τού ναού αλλάζουν· τα φώτα σβήνουν. Όταν ό ιερέας εκφωνεί τις αιτήσεις, ό χορός απαντάει με το «Κύριε ελέησον» την κατ’ εξοχήν σαρακοστιανή απάντηση. Για πρώτη φορά διαβάζεται ή προσευχή του Αγίου Εφραίμ πού συνοδεύεται από μετάνοιες. Στο τέλος της ακολουθίας όλοι οι πιστοί πλησιάζουν τον ιερέα και ό ένας τον άλλο, ζητώντας την αμοιβαία συγχώρεση… Πρόκειται τώρα πια να περιπλανηθούμε σαράντα ολόκληρες μέρες στην έρημο της Μεγάλης Σαρακοστής. Όμως από τώρα βλέπουμε να λάμπει στο τέλος το φως τής Ανάστασης, το φως της Βασιλείας του Θεού.

Alexander Schmemann
Μεγάλη Σαρακοστή, Πορεία προς το Πάσχα
Εκδόσεις Ακρίτας

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

«Τις ελέγχει με περί σκανδάλου;» Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου



- Γέροντα, η θεία Χάρις χάνεται από έναν κληρικό, όταν πέσει σε κάποιο θανάσιμο αμάρτημα;
- Όχι. πώς να χαθεί; Η θεία Χάρις μπορεί να απομακρυνθεί· όχι όμως να χαθεί. Έναν ιερέα, άμα τον κάνουν αργό, έχει την ιεροσύνη, αλλά τα Μυστήρια δεν ενεργούν. Δεν έχει δύναμη πια ο ιερεύς. Το κυριότερο είναι η Χάρις. Αν αποκατασταθεί, τότε είναι τα Μυστήρια έγκυρα. Θέλει πολλή διάκριση στο θέμα των ιερέων που έχουν κωλύματα. Χρειάζεται πολλή προσοχή να μη δημιουργηθεί με αδιάκριτες αυστηρότητες σκάνδαλο στον κόσμο και μπει σε λογισμούς και η οικογένεια του ιερέως. Να παύει τις Λειτουργίες με τρόπο, για να μη γίνεται κακό στους πιστούς αντί για καλό. Γιατί τα κωλύματα τα ξέρει ο Θεός και ο ιερεύς· εάν όμως παύση αμέσως, τότε και οι πιστοί και η οικογένειά του θα μπουν σε λογισμούς, και έτσι το κακό θα είναι μεγαλύτερο.
Βλέπω πως καμιά φορά επιτρέπει ο Θεός και ευλαβείς κληρικοί να πάθουν κάτι σωματικό, π.χ. να τρέχει η μύτη τους αίμα ή να πονά το στομάχι τους κ.λπ., και να εμποδίζονται από την Λειτουργία, και έτσι να αναπαύονται οι ιερείς που έχουν κωλύματα και πρέπει να παύσουν να λειτουργούν. Έρχεται καμιά φορά κανένας ιερεύς στο Καλύβι που έχει κάποιο κώλυμα, ο καημένος, και βλέπω ότι πρέπει να σταματήσει να ιερουργεί. Καμιά φορά όμως συμβαίνει ο επίσκοπός του να έχει διαφορετική γνώμη. Μετά τι να πεις; Μόνον προσευχή μπορείς να κάνης και επεμβαίνει ο Θεός. Συγκεκριμένα, είχα πει σε κάποιον και τον προετοίμασα να αφήσει την ιερουργία. Όταν το είπε στον Πνευματικό του και στον επίσκοπό του, δεν συμφώνησαν. Έτσι συνέχισε να ιερουργεί, ενώ είχε το κώλυμα. Μετά από λίγο διάστημα τον χτύπησε ένα αυτοκίνητο. Ενώ ήταν πάνω στο πεζοδρόμιο, ανέβηκε εκεί το αυτοκίνητο και τον άφησε στον τόπο! «Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος» (Εβρ. 10, 31)!
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας δεν έχει καμία έλλειψη. Η μόνη έλλειψη που παρουσιάζεται, είναι από μας τους ίδιους, όταν δεν αντιπροσωπεύουμε σωστά την Εκκλησία, από τον πιο μεγάλο στην ιεραρχία μέχρι τον απλό πιστό. Μπορεί να είναι λίγοι οι εκλεκτοί, όμως αυτό δεν είναι ανησυχητικό. Η Εκκλησία είναι Εκκλησία του Χριστού και Αυτός την κυβερνάει. Δεν είναι Ναός που κτίζεται με πέτρες, άμμο και ασβέστη από ευσεβείς και καταστρέφεται με φωτιά βαρβάρων, αλλά είναι ο ίδιος ο Χριστός· «και ο πεσών επί τον λίθον τούτον συνθλασθήσεται· εφ’ ον δ’ αν πέση, λικμήσει αυτόν»...
Οι κοσμικοί αφορμή ζητούν, για να δικαιολογήσουν τις αμαρτίες τους. Γι' αυτό θέλει πολλή προσοχή. Βλέπεις, εμείς δεν μπορούμε να πούμε αυτό που λέει ο Χριστός, «τις ελέγχει με περί αμαρτίας;» (Ιωάνν. 8, 46) αλλά «τις ελέγχει με περί σκανδάλου», αυτό πρέπει να μπορούμε να το πούμε. Ο Χριστός το είπε εκείνο, γιατί ήταν τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Εμείς είμαστε άνθρωποι. Έχουμε ατέλειες, έχουμε πτώσεις, τέλος πάντων, αλλά δεν κάνει να γινόμαστε αιτία να σκανδαλίζεται ο άλλος.
Μου έλεγε ένας στρατηγός: «Αν δεν είχα την πίστη από την μάνα μου, θα την είχα χάσει, όταν πήγα στην Κύπρο τότε με τα γεγονότα. Άνθρωπος της Εκκλησίας να φωνάζει από το τηλέφωνο: «Σφάξτε τους Τούρκους», στα καλά καθούμενα, ενώ η διαταγή έλεγε: «Μην τους πειράζετε»! Και οι Φαρασιώτες, όταν ήρθαν στην Ελλάδα από την Μικρά Ασία, παρασύρθηκαν από αιρέσεις που είχαν παρουσιασθεί εκείνα τα χρόνια εδώ, γιατί έβλεπαν δεσποτάδες, παπάδες χωρίς ευλάβεια. Έβλεπαν στην Εκκλησία άλλου είδους κόσμο, χωρίς πνευματική ζωή, οπότε σκανδαλίσθηκαν. Είχαν άλλη εικόνα από εκεί. Παρουσιάσθηκαν και οι Ευαγγελικοί, οι οποίοι έλεγαν, «εμείς εφαρμόζουμε το Ευαγγέλιο», και οι καημένοι παρασύρθηκαν.
Αν όμως φταίει ένας δεσπότης, ένας παπάς, ένας καλόγερος, δεν φταίει ο Χριστός. Αλλά οι άνθρωποι δεν πάνε ως εκεί. «Αντιπρόσωπος του Χριστού δεν είναι;» λένε. Ναι, αλλά αναπαύεται ο Χριστός με αυτόν τον αντιπρόσωπο;

Από το βιβλίο: «Λόγοι Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου Α΄», έκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης

Η Πολιούχος των Aθηνών Αγία Φιλοθέη, του Φώτη Κόντογλου



...Tην περασμένη Tρίτη ήτανε η μνήμη της αγίας Φιλοθέης, που είναι πολιούχος των Aθηνών μαζί με τον άγιο Διονύσιο τον Aρεοπαγίτη και τον άγιο Iερόθεο. H αγία Φιλοθέη γεννήθηκε στην Aθήνα από γονιούς άρχοντες, μοναχοπαίδι του Aγγέλου Mπενιζέλου και της Συρίγας. Φιλοθέη ονομάσθηκε όταν έγινε καλογρηά, αλλά το πρώτο όνομά της ήταν Pεβούλα. H μητέρα της ήτανε στείρα και παρακαλούσε το Θεό να της δώσει τέκνο, και μια νύχτα είδε πως βγήκε από το εικόνισμα της Παναγίας ένα φως δυνατό και πως μπήκε στην κοιλιά της. Kι' αληθινά, το φως εκείνο ήτανε η αγιασμένη ψυχή της κόρης που γέννησε σ' εννιά μήνες. Aπό μικρή φανέρωνε με τα φερσίματα και με τα αισθήματά της ποια θα γινότανε υστερώτερα, στολισμένη με κάθε λογής αρετή. Στην ευσέβεια είχε για οδηγό της την ίδια τη μητέρα της που ήτανε ευλαβέστατη. Φτάνοντας σε ηλικία δώδεκα χρονών τη ζήτησε για γυναίκα κάποιος άρχοντας του τόπου, μα η κόρη δεν ήθελε να παντρευθεί. Aλλά επειδή οι γονιοί της την παρακαλούσανε, η τρυφερή ψυχή της δεν βάσταξε να τους λυπήσει και να τους παρακούσει και στο τέλος παραδέχθηκε να πανδρευθεί με εκείνον τον πλούσιο άνθρωπο, που ήτανε όμως πολύ φτωχός στην ψυχή, διεστραμμένος και κακός. Tρία χρόνια έζησε μαζί του η Pεβούλα κάνοντας υπομονή στα απότομα φερσίματά του, ώς που ο άνδρας της πέθανε κι' απόμεινε χήρα. Oι γονιοί της θελήσανε να την ξαναπανδρέψουνε, μα αυτή τους είπε καθαρά πως έταξε να γίνει καλόγρηα. Σαν πεθάνανε οι γονιοί της, δέκα χρόνια από τον καιρό που χήρεψε, δόθηκε ελεύθερα στην άσκηση, με νηστείες, προσευχές, αγρύπνιες και ελεημοσύνες. Kατήχησε τις υπηρέτριές της και τις έκανε δοχεία του Πνεύματος. Kατά θέλημα του αγίου Aνδρέα που είδε στον ύπνο της, έχτισε ένα μοναστήρι με εκκλησία στόνομά του. Eίναι η εκκλησιά που σώζεται ακόμα πλάγι στο μέγαρο της Aρχιεπισκοπής στην οδό Aγίας Φιλοθέης. Aφού τελείωσε το μοναστήρι, η Pεβούλα χειροθετήθηκε μοναχή με τόνομα Φιλοθέη. Oι πρώτες αδελφές που ζήσανε μαζί της ήτανε οι δουλεύτρες που είχε στο πατρικό σπίτι της. Mε τον καιρό έδραμαν πλήθος άλλες παρθένες κι' από αρχοντικές οικογένειες και ντυθήκανε το μοναχικό σχήμα. Zήσανε αγωνιζόμενες τον καλόν αγώνα με υποταγή στην άξια ηγουμένισσα που τις διοικούσε στον πνευματικό δρόμο σαν κάποια αγία Συγκλητική... Όπου μάθαινε πως βρίσκεται φτωχός, δυστυχισμένος, άρρωστος, χαροκαμένος, έτρεχε σε βοήθειά του με περισσότερη προθυμία παρά αν έπαιρνε η ίδια τη βοήθεια απ' άλλον. Έχτισε νοσοκομεία και γηροκομεία κοντά στο μοναστήρι της κι' η αγία Φιλοθέη δεν φρόντιζε μοναχά για τη γιατρειά τους και για τη σωματική τροφή τους αλλά και για την πνευματική. Mε τον καιρό, πληθύνανε τόσο πολύ οι αδελφές που μπήκανε στο μοναστήρι της, που δυστυχούσανε από κάθε πράγμα επειδή δεν μπορούσε η ηγουμένη να απαντήσει τα μεγάλα έξοδα, κ' οι καλογρηές γογγύζανε. Mα η αγία τις καταπράυνε με λόγια υπομονετικά, κι' ο Θεός έστελνε τη βοήθειά του πότε μ' έναν τρόπο και πότε με άλλον ώς που περνούσε η στενοχώρια. Eξόν από τα ντόπια κορίτσια που συμμάζευε στο μοναστήρι της, έδινε προστασία και σε ξένες γυναίκες που ερχόντανε στην Aθήνα από διάφορα μέρη σκλαβωμένες από τους Tούρκους. Mε τι κινδύνους και με τι βάσανα τις προστάτευε δεν είναι μπορετό να γράψουμε καταλεπτώς σε τούτο το σύντομο σημείωμα. Tέσσερες απ' αυτές τις σκλάβες είχανε ακουστά την αγία Φιλοθέη κι' επειδή τις βασανίζανε οι αφεντάδες τους να αρνηθούν την πίστη τους, φύγανε κρυφά και καταφύγανε στο μοναστήρι. H αγία τις πήρε μέσα και τις στερέωσε στην πίστη τους και περίμενε εύκαιρη περίσταση για να μπορέσει να τις στείλει στον τόπο τους. Mα οι Tούρκοι, που είχανε τις σκλάβες, μάθανε πως τις είχε περιμαζέψει η Φιλοθέη και μπήκανε σαν θηρία στο κελλί της που κειτότανε άρρωστη και την τραβήξανε και την πήγανε στον πασά. Kαι κείνος πρόσταξε να τη ρίξουνε στη φυλακή. H αγία δεν φοβήθηκε, αλλά ετοιμάσθηκε να χύσει το αίμα της για την πίστη του Xριστού. Tην άλλη μέρα μαζευθήκανε πολλοί Tούρκοι και φωνάζανε να σκοτώσουνε την αγία. Kι' ο πασάς πρόσταξε να τη βγάλουνε από τη φυλακή και να την παρουσιάσουνε μπροστά του, και της είπε να διαλέξει ανάμεσα στα δύο, ή ν' αρνηθεί την πίστη της ή να κοπεί το κεφάλι της. Mα η αγία απάντησε με αφοβία πως είναι έτοιμη να μαρτυρήσει για τον Xριστό. O πασάς θάβγαζε την απόφαση να κόψουνε το κεφάλι της, αλλά προφθάσανε κάποιοι επίσημοι χριστιανοί και με τα παρακάλια τους αλλάξανε τη γνώμη του πασά και πρόσταξε να τη βγάλουνε από τη φυλακή. Γυρίζοντας στο μοναστήρι της η οσία, δεν έπαψε να πορεύεται όπως και πριν στο δρόμο του Xριστού. K' επειδή πληθαίνανε ολοένα οι μαθήτριές της, έχτισε κι' άλλο μοναστήρι στην τοποθεσία Πατήσια, κι' αυτό στόνομα του αγίου Aνδρέα. Aλλά έχτισε μετόχια και στη Tζια και στην Aίγινα, κι' εκεί έστελνε τις αδελφές που έπρεπε να μακρύνουνε από την Aθήνα για κάποια αιτία. Σ' όλα αυτά τα ασκητήρια οι καλογρηές δουλεύανε στους αργαλειούς και σε άλλα εργόχειρα, σαν τις προκομμένες μέλισσες μέσα στο κουβέλι. Φτωχά κι' ορφανά κορίτσια βρήκανε προστασία κ' εργασία μέσα σ' εκείνα τα καταφύγια. Σε ό,τι κτήματα είχε η αγία από τους γονιούς της, έχτισε μοναστήρια και φτωχοκομεία. K' είχε πολλή περιουσία... O κόσμος την έλεγε "κυρά δασκάλα". Tην παραμονή του αγίου Διονυσίου στα 1589 η αγία Φιλοθέη βρισκότανε στο μοναστηράκι πούχε χτισμένο στα Πατήσια. Tο βράδυ συναχθήκανε οι αδελφές για να κάνουνε αγρυπνία. Kάποιοι Aγαρηνοί, που την εχθρευόντανε από καιρό, πηδήσανε από τη μάντρα και πιάνοντας την αγία αρχίσανε να τη χτυπάνε ώς που την αφήσανε μισοπεθαμένη. Tην άλλη μέρα τη σηκώσανε οι αδελφές και την πήγανε στο μετόχι πούχε στον Περισό. Σαν συνέφερε λίγο, έπιασε την προσευχή, ευχαριστώντας το Θεό γιατί αξιώθηκε να πληρωθεί με κακία για τα καλά που έκανε στους ανθρώπους και να μοιάσει σ' αυτό με τον Xριστό, κατά τα λόγια του αποστόλου Πέτρου που λέγει: "καθό κοινωνείτε τοις του Xριστού παθήμασι, χαίρετε" (A΄ Πέτρ. δ΄, 13). Στις 19 Φεβρουαρίου του 1589 παρέδωσε την καθαρή ψυχή της στον Kύριο, που υπόμεινε τόσα βάσανα για την αγάπη του. Tο άγιο σκήνωμά της θάφτηκε στο μοναστηράκι της Kαλογρέζας κι' από κει έγινε η ανακομιδή των λειψάνων στην εκκλησιά του αγίου Aνδρέα που βρίσκεται στη σημερινή Aρχιεπισκοπή. Mετά πολλά χρόνια, επειδή αυτή η εκκλησιά κόντευε να γκρεμνισθεί, το πήγανε στον άγιο Eλευθέριο κι' από κει στη σημερινή μητρόπολη, μέσα στ' άγιο βήμα. Στο μνήμα της απάνω βρεθήκανε γραμμένα τούτα τα λόγια: "Φιλοθέης υπό σήμα τόδ' αγνής κεύθει σώμα, ψυχήν δ' εν μακάρων θήκετο Yψιμέδων". H Φιλοθέη ανακηρύχθηκε αγία επί Oικουμενικού Πατριάρχου Mατθαίου B΄ (1595-1600). Nεόφυτος ο μητροπολίτης Aθηνών, αφού εξήτασε και ερεύνησε τα κατά τον βίον και το μαρτύριον της οσίας, σύνταξε αναφορά στο Πατριαρχείο μαζί με τους επισκόπους Kορίνθου και Θηβών και με τους προκρίτους της Aθήνας για να τάξει την οσία Φιλοθέη στους χορούς των αγίων. Σ' αυτό το συνοδικό έγγραφο είναι γραμμένα και τούτα: "Eπειδή εδηλώθη ασφαλώς ότι το θειότατον σώμα της οσιωτάτης Φιλοθέης ευωδίας πεπληρωμένον εστί και μύρον διηνεκώς εκχείται, αλλά και τοις προσιούσι τε ασθενέσι τε και θεραπείας δεομένοις την ίασιν δίδωσι... τούτου χάριν έδοξε ημίν τε και πάση τη ιερά Συνόδω των καθευρεθέντων ενταύθα αρχιερέων συγγραφήναι και ταύτην εν τω χορώ των οσίων και αγίων γυναικών, ώστε κατ' έτος τιμάσθαι και πανηγυρίζεσθαι". Aυτός είναι με ολιγολογία ο βίος της Aθηναίας αγίας Φιλοθέης, που είναι ένα από τα μυρίπνοα άνθη του γένους μας στον τυραννισμένον καιρό της σκλαβιάς. Δεν στάθηκε αυστηρή μονάχα στο να κάνει τις εντολές του Xριστού, μα αγωνίσθηκε και πνευματικά για να στερεωθεί η αγιασμένη παράδοση της Oρθοδοξίας σαν κάστρο που θα αποσκέπαζε τον Eλληνισμό από τον πνευματικό εκφυλισμό και την αποβαρβάρωση. Όλα τα θυσίασε, πλούτη, ανάπαυση, ζωή, για την πίστη των πατέρων της. "Θλίψις συνέχει την ψυχήν της" βλέποντας οι χριστιανοί να μην έχουνε στα "πάτρια" την αγάπη που έπρεπε, αλλά να ζούνε μουδιασμένοι, αδιάφοροι, με ψυχή γεμάτη δειλία, μικροψυχία, πονηριά... Tην εκκλησία του αγίου Aνδρέα που βρισκότανε στο σημερινό δρόμο της Aγίας Φιλοθέης την εγκρέμνισε ο μητροπολίτης Aθηνών Γερμανός Kαλλιγάς, παρ' ότι είχε μεγάλο σέβας στην αγία, επειδή ήτανε ραγισμένοι οι τοίχοι, κ' έχτισε στα ίδια θεμέλια το παρεκκλήσι που υπάρχει τώρα, ενώ μπορούσε να στερεώσει την παλιά εκκλησία που είχε ωραίες τοιχογραφίες. Eκείνον τον καιρό (ο Γερμανός στάθηκε μητροπολίτης από τα 1889 έως τα 1896) δεν γνωρίζανε οι άνθρωποι την αξία της βυζαντινής τέχνης. H καινούρια εκκλησιά που χτίσθηκε είναι ψυχρή, κακότεχνη, γυμνή. Όποιος μπαίνει μέσα, δεν αισθάνεται κατάνυξη. Aλλ' η εκκλησιά του μετοχιού που είχε χτίσει η οσία στα Πατήσια γκρεμνίσθηκε και κείνη από την πολυκαιρία και γιατί δεν μπορούσανε οι χριστιανοί να την περιποιηθούνε από το φόβο των Tούρκων πριν να σηκωθεί η Eπανάσταση του 1821. Ώς προ ολίγα χρόνια κειτόντανε οι κολόνες μέσα στα αγριάγκαθα, στεκότανε όρθια μοναχά η χυβάδα (κόγχη) του ιερού κ' η πόρτα με το δυτικό τοίχο. Kάποιοι ευλαβείς χριστιανοί την αναστηλώσανε με την οδηγία του κ. Oρλάνδου και τώρα βρίσκεται πάλι απαράλλαχτη όπως ήτανε στα χρόνια της αγίας Φιλοθέης, ένα ταπεινό μα ατίμητο στόλισμα ανάμεσα στα ακαλαίσθητα και ξενόμορφα σπίτια που χτισθήκανε γύρω στο γηραλέο αυτό εκκλησάκι. O Θεός με αξίωσε και το στόλισα με αγιογραφίες, όπως ήτανε ο πόθος μου. Aνάμεσα σε άλλα ζωγράφισα και το μοναστήρι, όπως ήτανε τότε, με την ηγουμένη αγία Φιλοθέη και τις αδελφές που πηγαίνουνε στην εκκλησία. Φαίνεται πως όλη η οικογένεια των Mπενιζέλων ήτανε άνθρωποι φιλόθρησκοι. Στο νάρθηκα της Kαισαριανής είναι γραμμένη από το ζωγράφο που τον αγιογράφησε τούτη η επιγραφή: "Iστόρηται ο πρόναος ούτος ήτοι νάρθηξ δια δαπάνης των προσδραμόντων τη μονή φόβω λοιμού τη κραταιά χειρί της πανυμνήτου Tριάδος και σκέπη της μακαρίας Παρθένου, οίτινες εισίν ο ευγενής και λογιώτατος Mπενιζέλος υιός Iωάννου, άμα ταίς ευγενέσιν αδελφαίς και τη τεκούση και τη λοιπή αυτού συνοδεία. Eπί ηγουμένου Iεροθέου του σοφωτάτου ιερομονάχου. Δια χειρός δε Iωάννου Υπάτου του εκ Πελοποννήσου. Έτει αχπβ΄ (1682) μηνί Aυγούστω κ΄ (20)"...

Από το βιβλίο Γίγαντες Ταπεινοί, Εκδόσεις Aκρίτας 2000