Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι, χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν..


Είκοσι πέντε αιώνες μετά τη γέννησή της, και με αφορμή την επέτειο των 2.500 χρόνων από τη Μάχη του Μαραθώνα, η μαρμάρινη Νίκη του Καλλίμαχου δεσπόζει πλέον στην αίθουσα των αρχαϊκών γλυπτών του Νέου Μουσείου Ακρόπολης...

Ο Καλλίμαχος, ένας από τους εννέα άρχοντες της Αθήνας, αρµόδιος για το στράτευµα, κλήθηκε παραµονή της μάχης μαζί με τους δέκα στρατηγούς της πόλης να αποφασίσει για το αν και πού πρέπει οι Αθηναίοι να αντιµετωπίσουν τους Πέρσες.

Οι πέντε στρατηγοί σκέφτηκαν πώς μια πόλη θα τα βάλει με μια αυτοκρατορία και προτιµούσαν να μην αντιδράσουν άµεσα, αλλά να περιµένουν να γεµίσει το φεγγάρι ώστε να έρθουν σε βοήθεια οι Σπαρτιάτες. Οι άλλοι τέσσερις τάχθηκαν µε τον ενθουσιώδη Μιλτιάδη. Η ισοψηφία δεν µπορούσε να οδηγήσει σε λύση. Ο Μιλτιάδης απευθύνεται στον Καλλίµαχο και του λέει: «Όλα κρέµονται από πάνω σου». Και ο Καλλίµαχος έριξε την ενδέκατη ψήφο υπέρ της αναµέτρησης στον Μαραθώνα.

«Ο άνθρωπος που είχε αµφισβητήσει τη σηµασία της µάχης ή πάντως τη σηµασία του χρόνου της µάχης πέθανε χωρίς καµιά αµφιβολία ότι ήταν σηµαντικό να δώσει τη ζωή του γι' αυτήν. Και εκεί βασίζεται η δύναµη της δηµοκρατίας: ότι µια επιλογή δηµοκρατική είναι πάντα πολύ πιο ισχυρή από µια επιλογή που γεννιέται από ένα αυταρχικό καθεστώς διότι άπαξ και παρθεί εκπροσωπεί όλους. Σήµερα λοιπόν δεν αποκαλύπτουµε ένα µνηµείο ενός ακόµη ηρωικού στρατηγού αλλά µιας δηµοκρατικής διαδικασίας, µιας δηµοκρατικής ψήφου που άλλαξε τον ρου της Ιστορίας» είπε κατά τα αποκαλυπτήρια της Νίκης ο υπουργός Πολιτισµού και Τουρισµού Παύλος Γερουλάνος.

Πηγή : http://news.in.gr/culture/article/?aid=1231065089

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού...


Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο (...)

Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετο, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως (...)

Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που 'χαν λευκάνει απ' τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του '97 ή του '12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα - έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ' αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.

Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε απ' τ' άλλο μέρος να' ρχονται οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι: «Οϊ Οϊ, μάνα μου», «οϊ οϊ, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που 'λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου...


Οδυσέα Ελύτη, Η πορεία προς το Μέτωπο
Άξιον Εστί (1959)

Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010

Μοιρολόι...



Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Τι θα γίνει λοιπόν...


Ίσως
αν εξαιρέσουμε τους Αναχωρητές
να 'μαι ο τελευταίος παίκτης
που ασκεί τα δικαιώματά του

οίηση

τι πάει να πει
κέρδος δεν καταλαβαίνω

ένας Πανσέληνος που ζωγραφίζει ενώ δεν υπάρχει Θεός
και αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο..

Μένουμε σαν ασυρματοφόρα
παρατημένα μες στην έρημο και αχρηστευμένα εδώ κι αιώνες
απελπιστικά παλεύοντας τα κύματα
να βρούνε δέκτη
δέσμες ήχων μουσικής

ηλεκτρονικής.

Τι θα γίνει λοιπόν όταν
κάποτε λήξουν οι κοινωνικοί αγώνες όταν οι εφευρέσεις
αυτοαχρηστευθούν τα αιτήματα όλα ικανοποιηθούν

κενό

που μέσα του θα πέσουν (και καλώς να πέσουν)
όσοι γυρίζουν τον τροχό για τον Τροχό..



Οδ. Ελύτη, Ο Κήπος Βλέπει
Τρία ποιήματα με Σημαία Ευκαιρίας (1982)

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Στο πανηγύρι του Αγίου Ευσταθίου, του Νίκου Γ. Ξυδάκη



Στο Αγιον Ορος μπαίνεις από θαλάσσης, σαν νησί. Περιπλέεις τη χερσόνησο, συμπαγή ή αραιότερα δάση, βουνοπλαγιές, διάσπαρτα κτίσματα, πύργους, αρσανάδες, ερειπιώνες, κτιριακά συγκροτήματα - από τον ύστερο Μεσαίωνα ώς σήμερα, χίλια συμπαγή χρόνια. Αυτός ο συμπαγής χρόνος σε κάνει να νιώθεις μες στο αγιορείτικο βαπορέτο σαν να προσεγγίζεις τη Βενετία, τη θαλασσινή πολιτεία (...) Η Φύση προετοιμάζει τον προσκυνητή, τον αμύητο, τον περιηγητή, με καστανιές, πλατάνια, κυκλάμινα, βατόμουρα, φτέρες. Συχνά βρέχει.

Για τι τον προετοιμάζει; Το Ορος δεν είναι ένα. Η παράδοσή του δεν είναι μία και ενιαία, είναι πολυσχιδής, πληθωρική, ποικίλη, οι μονές δεν είναι ίδιες, οι σκήτες διαφορετικές, τα κελιά, τα καθίσματα, οι καλύβες, όλα έχουν δικό τους χαρακτήρα. Τον χαρακτήρα των μοναχών που τα εμψυχώνουν κάθε ιστορική στιγμή, συνεχίζοντας την παράδοση. Η ανανεούμενη παράδοση: αυτή είναι ένας πυρήνας. Παράδοση μοναχικού βίου και ησυχασμού· διαρκής συνομιλία με τους κεκοιμημένους: στη σαββατιάτικη τράπεζα, με το καμπανάκι του ηγούμενου, όλοι γεύονται τα κόλλυβα και σχωρνάνε· το ίδιο, στην κυριακάτικη τράπεζα της πανηγύρεως. Οι απόντες είναι διαρκώς παρόντες, οι ψυχές είναι πάντα ζωντανές.

Και προσευχή, ησυχία, ακολουθίες: ιδού άλλος πυρήνας. Ο εσπερινός στο ναΰδριο του Αγίου Ευσταθίου είναι εμπειρία ησυχίας· τα κείμενα ρέουν σαν νοερά προσευχή και ξεχύνονται από τα παράθυρα στο Αιγαίο Πέλαγος του απογεύματος, το μουρμουρητό των προσευχών σμίγει με τον κυκλικό παφλασμό του κύματος στα βράχια από κάτω. Ο μοναχισμός των κελιών και των καθισμάτων εκπέμπει αμεσότητα και ανθρώπινη θέρμη, είναι η ελληνορθόδοξη εκδοχή χριστιανισμού, με συχώρεση και αλληλοπεριχώρηση, με δόξα ζωής και ήρεμη αποδοχή θανάτου, είναι ο κόσμος του Παπαδιαμάντη και του Πεντζίκη, κόσμος με οικονομία, με αίσθημα και αισθητική: Το γιορτινό στόλισμα του ναϋδρίου είναι φύλλα δάφνης σκορπισμένα σε όλα τα δάπεδα έως το ιερό. Απλό, υψηλό.

Η λειτουργία είναι ο χορός, των ψαλτών και των μοναχών, που τελετουργούν με ακρίβεια και αστείρευτη ζωτικότητα υπό το ημίφως των κεριών· κινούνται ακαταπαύστως σαν κουρδισμένο μπαλέτο, μελανές σκιές στο λυκαυγές. Ψιθυρίσματα, ψαλμωδίες, ευχές, άνθη, θυμίαμα, εικονίσματα· αν υπήρχαν και γραΐδια λαδικά, θα εβλέπαμε ολοζώντανο το Παπαδιαμαντικό Διήγημα. Μα όχι, δεν βλέπω καμιά θεια, μόνο καλόγερους και δεκάδες άρρενες λαϊκούς που έσπευσαν στο πανηγυράκι, παρά θιν' αλός, με άνορακ και μποτάκια, ευλαβούμενοι και φιλακόλουθοι, ξεμοναχιασμένοι προσκυνητές, περίεργοι και φίλοι μοναχών. Αυτοί οι φίλοι νοικοκυρεύουν το κάθισμα, βοηθάνε στο μαγειρείο, στρώνουν τη λαμπρή τράπεζα: αυτή τη μεγαλειώδη κορύφωση του κοινού βίου. Οίνος, ιχθύς, κατσικίσιο τυρί, σταφύλια, κόλλυβα· σαν να κυλούν φυσικά ώς το τραπέζι απ' τις πλαγιές, όπου κατηφορίζουν αμπέλια και ελιές.

Το πρωί, τριακόσια μέτρα πάνω απ' τη θάλασσα, κρεμαστοί, μιλάμε με άλλους φίλους. Μοναχοί σπουδαγμένοι, ταξιδεμένοι, διεθνιστές, με υψηλές πνευματικές και διοικητικές ικανότητες. Νοιάζονται την Ελλάδα τη σημερινή, ρωτούν να μάθουν για την κρίση, για τις αγωνίες των ανθρώπων. Νοιάζονται για το μέλλον της αγιορείτικης πολιτείας: τα προβλήματα ογκώνονται, αλλάζουν, προβλήματα περιβαλλοντικά, διαβίωσης, δημογραφικά, διαχείρισης της κληρονομιάς, διαχείρισης φυσικών πόρων. «Οι καλόγεροι δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους», λένε. Αυτοί, οι πιο μορφωμένοι και ικανοί, διπλωμάτες και διορατικοί σαν τον πατριάρχη Φώτιο, είναι οι πιο ανήσυχοι, αναζητούν προσαρμογές και νέες στερεώσεις...



Νίκος Γ. Ξυδάκης
Καθημερινή 10 Οκτωβρίου 2010

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 49η


Ἀγαπητά μας παιδιά,

Σᾶς εὔχομαι ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ μὲ πρόοδο στὸν ἀγῶνα τῆς μόρφωσής σας καὶ ὄμορφες ἐμπειρίες σχολικῆς ζωῆς!

Μόλις πρὶν ἀπὸ λίγο ὁλοκληρώθηκε ὁ ἁγιασμός. Ἦλθε ὁ ἱερέας, ἰδιόμορφα ντυμένος, διάβασε μερικὰ λόγια ποὺ λίγοι τὰ κατάλαβαν, ἔκανε κάποιες κινήσεις στοὺς περισσότερους ἀκατανόητες καὶ τέλειωσε. Ὅλο αὐτὸ μοιάζει μὲ κατάλοιπο ἄλλων παλαιότερων ἐποχῶν. Οἱ πολιτικοί μας δὲν τὸ πιστεύουν, ἀλλὰ διστάζουν νὰ τὸ καταργήσουν. Ἐσᾶς δὲν σᾶς ἐνδιαφέρει, γιατὶ σὲ λίγο θὰ τελειώσει καὶ μετὰ τοῦ χρόνου πάλι. Κάποιες Ἀνεξάρτητες Ἀρχὲς ἀντιδροῦν, ἀλλὰ πρὸς τὸ παρὸν ἄκαρπα. Κανεὶς δὲν τὸ καταλαβαίνει ὅπως γίνεται. Οὔτε καὶ ἡ Ἐκκλησία. Ἁπλᾶ, αὐτὴ τὸ δέχεται ὡς κεκτημένο δικαίωμά της ποὺ δὲν θὰ ἤθελε νὰ τὸ χάσει. Δὲν ὑπάρχει κανένας λόγος νὰ συντηροῦμε στὴν οὐσία νὰ ἐξευτελίζουμε κάτι ἱερό, ποὺ ὅμως εἴτε δὲν καταλαβαίνουμε εἴτε δὲν θέλουμε εἴτε δὲν σεβόμαστε. Σκέφθηκα λοιπόν, ἔτσι ποὺ καταντήσαμε τὸν ἁγιασμό, φέτος νὰ μὴν τὸν κάνουμε. Νὰ πῶ στοὺς Ἱερεῖς νὰ καθήσουν στοὺς Ναοὺς καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ προσευχηθοῦν γιὰ σᾶς. Ἴσως ἔτσι ὁ Θεὸς νὰ τοὺς ἄκουγε περισσότερο. Ὑποχώρησα, πρῶτον γιατὶ κάποιοι δὲν εἶναι ἕτοιμοι νὰ τὸ δεχθοῦν καὶ δὲν θέλησα ὡς Ἐπίσκοπος νὰ τοὺς λυπήσω, καὶ δεύτερον γιατὶ πρὶν τὸ κάνω ἔπρεπε νὰ σᾶς εἰδοποιήσω.

Αὐτοὶ ὅμως ποὺ ἔβαλαν αὐτοὺς τοὺς ἁγιασμοὺς στὴ ζωή μας τὸ πίστευαν. Πίστευαν ὅτι μαζὶ μὲ τὴν ἀνθρώπινη προσπάθεια χρειάζεται καὶ ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Πίστευαν στὸν Θεό. Εἶχαν σχέση ζωντανὴ μαζί Του. Τὸν ἤθελαν στὴ ζωή τους ὡς ὅ,τι πολυτιμότερο ὑπάρχει. Ἤθελαν ὅλα νὰ τὰ ἀρχίζουν μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἂν εἶναι ἔτσι, φυσικὰ νὰ γίνεται ὁ ἁγιασμός. Θὰ εἶναι ἡ πιὸ σημαντικὴ στιγμὴ τῆς χρονιᾶς.

Σήμερα ὅμως Τὸν ξεχάσαμε τὸν Θεὸ καὶ ἁπλᾶ Τὸν διατηροῦμε γιὰ νὰ Τὸν ἀμφισβητοῦμε, νὰ Τὸν εἰρωνευόμαστε ἢ δυστυχῶς καὶ νὰ Τὸν βρίζουμε. Καὶ νά ποῦ φτάσαμε! Νὰ μὴν θέλου με οὔτε τὰ σύμβολά Του. Καὶ νά ποῦ καταντήσαμε! Χωρὶς Αὐτόν, ἡ ζωή μας νὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ κρίση, ἀδιέξοδα, σύγχυση, αὐτοκαταστροφικότητα, βία καὶ παραλογισμό.

Στὸ σχολεῖο ποὺ ἔρχεστε μπορεῖ νὰ γεμίσουν τὰ κεφάλια σας μὲ πληροφορίες ποὺ οἱ περισσότερες νὰ μὴν χρειάζονται∙ μὲ γλῶσσες ποὺ δὲν εἶναι δικές μας∙ μὲ ἱστορία ποὺ δὲν εἶναι ἀληθινή∙ μὲ θρησκευτικὰ ποὺ δὲν πείθουν. Νὰ σᾶς δώσουν βαθμοὺς χωρὶς ἀντίκρυσμα. Αὐτὸ ὅμως ποὺ τελικὰ χρειάζεστε εἶναι ἀξίες γιὰ νὰ πλημμυρίσουν τὴν καρδιά σας. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸ δίνει ἡ ἐποχή.

Ἡ κατάσταση στὸν τόπο μας εἶναι σὲ ἀδιέξοδο. Κάτι πρέπει νὰ γίνει ἄμεσα. Καὶ ἡ ἀλλαγὴ πρέπει νὰ ἀρχίσει ἀπὸ τὸ σχολεῖο. Ἂς ξεσηκωθοῦμε ὅλοι. Δάσκαλοι, γονεῖς καὶ παιδιὰ ἀρνηθεῖτε τὸ ψέμμα καὶ πολεμῆστε το σὰν τὸν μεγαλύτερο ἐχθρό. Χτυπῆστε τὴ μετριότητα, τὸν συμβιβασμὸ καὶ τὴ μιζέρια σὰν τὴν χειρότερη ἀρρώστια. Μᾶς κοροϊδεύει τὸ σύστημα, ποὺ αὐτὸ ὑπαίτιο γιὰ ὅλα, μᾶς ὁδηγεῖ σὲ ὑπαρκτικὸ ἐκφυλισμό.

Διεκδικῆστε τὴν πνευματικὴ ἐλευθερία σας μὲ ὅποιο κόστος. Ξαναφέρτε τὴν ἱστορία καὶ παράδοσή μας, τὴ γλῶσσα καὶ τὰ ἤθη μας στὴ ζωή σας. Ἀγωνιστεῖτε γιὰ κοινωνία μὲ εἰλικρίνεια, ἡρωισμό, καθαρότητα καὶ ἐξυπνάδα. Ἀπαιτῆστε πολιτικοὺς ποὺ νὰ ἀγαποῦν τὸν τόπο περισσότερο ἀπὸ τὰ στενὰ μυαλὰ καὶ συμφέροντά τους, ποὺ νὰ σέβονται τὴν ἱστορία περισσότερο ἀπὸ ὅσο προσδοκοῦν τὴν ψῆφο, ποὺ νὰ πονοῦν γιὰ τὸ κατάντημά μας περισσότερο ἀπ’ ὅσο ὑποτάσσονται στὶς ξένες σκοπιμότητες.

Ἀξιῶστε Ἐκκλησία ὄχι μὲ ἀδικαιολόγητους συντηρητισμούς, νεκροὺς συμβολισμούς καὶ πομπώδεις τελετουργίες, ὄχι Νομικὸ Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου μὲ δικαιώματα, περιουσίες καὶ διεκδικήσεις, ἀλλὰ Ἐκκλησία μὲ πονεμένο προφητικὸ λόγο, μὲ αὐθεντικὴ πίστη, μὲ θυσιαστικὴ μαρτυρία καὶ ἅγια ζωή∙ Ἐκκλησία ποὺ νὰ ἐμπνέει καὶ νὰ ἔχει πρόταση ζωῆς. Τότε θὰ βρεῖτε τὸν Θεὸ ὁλοζώντανο μέσα σας. Τότε ὁ ἁγιασμὸς δὲν θὰ ἐπιβάλλεται μὲ ἐγκύκλιο τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, ἀλλὰ θὰ ἀποτελεῖ δικό σας αἴτημα. Τότε τὸ σχολεῖο θὰ ξαναγίνει ἡ ἐλπίδα τῆς ἐθνικῆς καὶ πνευματικῆς ἐπιβίωσής μας.

Τότε ἡ νέα χρονιὰ θὰ εἶναι ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ. Σᾶς τὸ εὔχομαι μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά.
Ὁ Θεὸς μαζί σας, ἀγαπητά μας παιδιά.

Μὲ πατρικὲς εὐχὲς καὶ ὅλη μου τὴν ἀγάπη,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς ΝΙΚΟΛΑΟΣ


Πηγή: http://www.imml.gr/

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Το Ορθόδοξο Παρίσι...


Μια χούφτα Ρώσοι εμιγκρέδες κυνηγημένοι από το πραξικόπημα των Μπολσεβίκων. Έφτασαν στο Παρίσι τη δεκαετία του '20. Από διαφορετικούς ο καθένας δρόμους και διαφορετικούς ενδιάμεσους σταθμούς.
Το πρώτο που έκαναν, ήταν να χτίσουν μιαν εκκλησιά. Μικρή, ταπεινή, άλλα ορθόδοξη: μπαίνεις, ακόμα σήμερα, και νομίζεις ότι βρίσκεσαι στο Αγιονόρος. Δίχως ηλεκτρικό, μόνο κεριά και καντήλια, εικόνες μόνο βυζαντινές (στη ρώσικη τεχνοτροπία), όχι θρησκευτική ζωγραφική, όχι ευρωπαϊκές απομιμήσεις. Ατμόσφαιρα κατάνυξης ανθρώπινης κοινότητας, κοινωνίας προσώπων.
Γύρω από την εκκλησιά, σε φτωχικά παραπήγματα, έστησαν μια θεολογική σχολή. Αυτό το ξεχωριστό, το αποκλειστικά δικό τους, είχαν να προσφέρουν στην Ευρώπη: Θεολογία.

Τη σχολή την επάνδρωσε η πρώτη ομάδα εμιγκρέδων - όλοι σχεδόν σπουδαγμένοι σε άλλες επιστήμες: Ο Σέργιος Μπουλγκάκωφ, καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας - στο Παρίσι ιερέας και καθηγητής της Δογματικής. Ο Γεώργιος Φλωρόφσκυ καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οδησσού – στο Παρίσι ιερέας και καθηγητής Πατρολογίας. Ο Βασίλειος Ζενκόφσκυ, καθηγητής Φιλοσοφίας και Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου - στο Παρίσι ιερέας και καθηγητής της Φιλοσοφίας στην καινούργια σχολή. Ο Κασσιανός Μπεσομπράζωφ, καθηγητής της 'Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης - στο Παρίσι επίσκοπος και Κοσμήτορας της θεολογικής σχολής. (…) Νεώτερος ό Βλαδίμηρος Λόσκυ, έφτασε εικοσάχρονος στο Παρίσι, σπούδασε μεσαιωνική φιλοσοφία, αναδείχθηκε ο σημαντικότερος συστηματικός θεολόγος της διασποράς.
Από αυτούς τους ανθρώπους και τα φτωχικά παραπήγματα της σχολής τους ξεκίνησε κάτι σαν επανάσταση: Οι κυνηγημένοι ρώσοι μετανάστες κόμισαν στην Ευρώπη όχι μιαν επιμέρους θεολογική-εκκλησιαστική παράδοση, ιδεολογικά «ορθοδοξότερη» ή βιωματικά πιο «πνευματική», πιο «μυστική». Όχι. Η εκρηκτική τους συμβολή ήταν ότι αντέταξαν στο ευρωπαϊκό αδιέξοδο ρεαλιστική πρόταση ζωής, πρόταση υπαρκτικού νοήματος - ξανάδωσαν σάρκα ζωής στη σκελεθρωμένη γλώσσα του θεολογικού ακαδημαϊσμού και ηθικισμού. Και η περιθωριακή τους παρέμβαση λειτούργησε με τη δυναμική του «κόκκου της σινάπεως», του ελάχιστου σπέρματος του ικανού να τινάξει και βράχο (…)

Η σύγκριση της ρωσικής με την ελληνική παρουσία στο Παρίσι ήταν τραγικά οδυνηρή: Οι Έλληνες μετανάστες δεν είχαν ποτέ διερωτηθεί -ούτε ως σήμερα υποψιάζονται- τί το ξεχωριστό, το αποκλειστικά δικό τους είχαν να κομίσουν στην Ευρώπη, ποια πρόταση, ποια δυναμική ετερότητα θα τους καθιστούσε ενεργητικά μετόχους στα ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Όσοι Έλληνες διανοούμενοι βρέθηκαν στα Παρίσι, από την επoχή ακόμα του Κοραή και του Ψυχάρη ως τη γενιά του Σβορώνου, του Καστοριάδη, του Αξελού, του Πουλαντζά, του «Ιάνη» Ξενάκη, πάσχιζαν για την ταχύτερη δυνατή εξομοίωση τους με τους γάλλους ομολόγους τους, λογάριαζαν επιτυχία τον πιθηκισμό και τη μίμηση της επιχώριας διανόησης και των προβληματισμών.
Οι υπόλοιποι, ή μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινότητας του Παρισιού -πάμπλουτοι επιχειρηματίες, έμποροι, εφοπλιστές, παλαιοί αριστοκράτες της Πόλης ή άλλων μεγαλοαστικών κέντρων του βαλκανικού, μικρασιατικού και αιγυπτιακού Ελληνισμού- συντηρούσαν μια συμπτωματική ελληνικότητα γραφικών παραδόσεων και ευκαιριών κοσμικής συναναστροφής. Είχαν χτίσει, από τις αρχές του αιώνα, μιαν επιδεικτικού πλούτου εξευρωπαϊσμένη εκκλησιά στην πιο αριστοκρατική συνοικία του Παρισιού. Εκεί η λατρεία -με πολυφωνική χορωδία πληρωμένων γάλλων τραγουδιστών της όπερας ήταν μόνο θρησκευτική παράσταση και αφορμή συνεύρεσης της «καλής κοινωνίας»...

Χρ. Γιανναρά, Τα καθ' εαυτόν
Εκδόσεις Ίκαρος

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

Υπάρχει ένας δρόμος, του Στ. Θεοδωράκη


Υπάρχει ένας δρόμος κοντά σε ένα σχολείο, που κάθε πρωί γίνεται το «έλα να δεις». Τα λεωφορεία αδυνατούν να στρίψουν, τα αυτοκίνητα που μεταφέρουν μαθητές εγκλωβίζονται, οι μανάδες φωνάζουν, κάποιοι παρατούν όπως-όπως τα αυτοκίνητά τους και τρέχουν με τα παιδιά στο ένα χέρι και την τσάντα στο άλλο να προλάβουν το κουδούνι… Ένας μικρός πόλεμος κάθε πρωί και ο λόγος είναι απλός. Ένα θηριώδες τζιπ βρίσκεται παρκαρισμένο παράνομα στη στροφή αυτού του δρόμου. Το πρώτο πρωινό λεωφορείο που θα φτάσει στη στροφή - αν ο οδηγός του δεν είναι δεξιοτέχνης - μπλοκάρεται και όλοι όσοι ακολουθούν μπλοκάρονται και αυτοί.

Πολλές φορές έχω σκεφτεί ότι κάτι πρέπει να γίνει με αυτόν τον ιδιοκτήτη του τζιπ. Να βρεθεί κάποιος να του πάρει τις πινακίδες. Να γράψει στα τζάμια του «είσαι γάιδαρος». Να του πάρει και το ίδιο το αυτοκίνητο αν μπορεί. Και να τον πετάξει – γιατί όχι; - από το στρώμα που κοιμάται και να τον βγάλει με τα σώβρακα στους δρόμους, να απομακρύνει το αυτοκίνητό του. Και κανείς νομίζω δεν θα διαφωνήσει επί αυτού.

Διαβάστε τώρα την ιστορία αλλιώς: υπάρχει ένας δρόμος … μπλα … μπλα… μπλα… να προλάβουν το κουδούνι … μπλα … μπλα … μπλα … ένα παλιό φιατάκι βρίσκεται παρκαρισμένο παράνομα στη στροφή αυτού του δρόμου. Βγάλτε δηλαδή την τζιπάρα από την στροφή και βάλτε το ταπεινό αυτοκινητάκι ενός μεροκαματιάρη. Η αντίδρασή σας αλλάζει; Φοβάμαι πως ναι. Παίξτε το παιγνίδι με τους φίλους σας. Πείτε τους ότι στην στροφή είναι παρκαρισμένη μια υπουργική μερσεντές και μετρήστε αντιδράσεις (και φάσκελα). Και σε μια άλλη παρέα πείτε ότι στη στροφή είναι παρκαρισμένη μια παλιά μηχανή. Μετρήστε πόσο εύκολα θα βρεθούν δικαιολογίες για τον «μηχανόβιο που ξεχάστηκε».

Εν ολίγοις, χρόνια σε αυτή τη χώρα δικαιολογούμε τις συμπεριφορές ανθρώπων ανάλογα με την εικόνα τους. Το ίδιο κάνουμε με τα κόμματα, τα συνδικάτα, τις συντεχνίες… Δεν κοιτάμε τι κάνουν, αν εμποδίζουν τη στροφή στο σχολείο, αν κάνουν καλό ή κακό στην κοινωνία, αλλά κυρίως κοιτάμε την ταμπέλα που έχουν κρεμάσει στο στήθος τους. Αν μας αρέσει, τους τα επιτρέπουμε όλα...

Στ. Θεοδωράκης
protagon

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

Στὰ Καρούλια...


Τελείωνε πιὰ τὸ προσκύνημά μας. Τὶς παραμονὲς τοῦ μισεμοῦ πῆρα τὸν ἀνήφορο μοναχός, ν' ἀνέβω στ' ἄγρια ἡσυχαστήρια, ἀνάμεσα στοὺς βράχους ἀψηλὰ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὰ Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σὲ σπηλιές, ζοῦν ἐκεῖ καὶ προσεύχουνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, καθένας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν καὶ τὴν παρηγοριὰ νὰ βλέπουν ἀνθρώπους, οἱ πιὸ ἄγριοι,οἱ πιὸ ἅγιοι ἀσκητὲς τοῦ Ἁγ. Ὄρους. Ἕνα καλαθάκι ἔχουν κρεμασμένο στὴ θάλασσα, κι οἱ βάρκες ποὺ τυχαίνει κάποτε νὰ περνοῦν ζυγώνουν καὶ ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ἐλιές, ὅ,τι ἔχουν, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουν τοὺς ἀσκητὲς νὰ πεθάνουν τῆς πείνας...
Ἀνάμεσα στοὺς ἐρημίτες τούτους ζοῦσε τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ξακουστὸς γιὰ τὴν ἁγιοσύνη του, ὁ Μακάριος ὁ Σπηλαιώτης. Αὐτὸν κίνησα νὰ δῶ• ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πάτησα στὸ ἱερὸ βουνό, εἶχα πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ σκύψω νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ ξομολογηθῶ. Ὄχι τὰ κρίματά μου, δὲν πίστευα νὰ ‘χα κάμει ὥς τότε πολλά, ὄχι τὰ κρίματά μου παρὰ τὴν ἑωσφορικὴ ἀλαζονεία ποὺ συχνὰ μ' ἔσπρωχνε νὰ μιλῶ μὲ ἀναίδεια γιὰ τὰ ἑφτὰ μυστήρια καὶ τὶς δέκα ἐντολὲς καὶ νὰ θέλω νὰ χαράξω δικό μου δεκάλογο.

Ἔφτασα κατὰ τὸ μεσημέρι στ' ἀσκηταριά• τρῦπες μαῦρες στὸν γκρεμό, σιδερένιοι σταυροὶ καρφωμένοι στοὺς βράχους, ἕνας σκελετὸς πρόβαλε ἀπὸ μιὰ σπηλιά, τρόμαξα• σὰ νὰ 'χε φτάσει κιόλας ἡ Δευτέρα Παρουσία καὶ ξεπρόβαλε ὁ σκελετὸς αὐτὸς ἀπὸ τὴ γῆς καὶ δὲν εἶχε ἀκόμα προφτάσει νὰ ντυθεῖ ὅλες τὶς σάρκες του. Φόβος κι ἀηδία μὲ κυρίεψε, καὶ συνάμα κρυφὸς ἀνομολόγητος θαμασμός• δὲν τόλμησα νὰ τὸν ζυγώσω, τὸν ρώτησα ἀπὸ μακριά• ἅπλωσε τὸ ξεραμένο μπράτσο, ἀμίλητος, καὶ μοῦ 'δειξε μιὰ μαύρη σπηλιὰ ἀψηλὰ στὰ χείλια τοῦ γκρεμοῦ.

Πῆρα ν’ ἀνεβαίνω πάλι τοὺς βράχους, μὲ καταξέσκισαν τ' άγκρίφια τους, ἔφτασα στὴ σπηλιά. Ἔσκυψα νὰ δῶ μέσα• μυρωδιὰ χωματίλα καὶ λιβάνι, σκοτάδι βαθύ• σιγὰ σιγὰ διέκρινα ἕνα σταμνάκι δεξά, σὲ μιὰ σκισμάδα τοῦ βράχου, τίποτα ἄλλο• ἔκαμα νὰ φωνάξω, μὰ ἡ σιωπὴ μέσα στὸ σκοτάδι ἐτοῦτο μοῦ φάνηκε τόσο ἱερή, τόσο ἀνησυχαστική, ποὺ δὲν τόλμησα• σὰν ἁμαρτία, σὰν ἱεροσυλία μοῦ φάνηκε ἐδῶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Εἶχαν πιὰ συνηθίσει τὰ μάτια μου στὸ σκοτάδι, κι ὡς τὰ γούρλωνα καὶ κοίταζα, ἕνας φωσφορισμὸς ἁπαλός, ἕνα πρόσωπο χλωμό, δυὸ χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς κι ἀκούστηκε γλυκιὰ ξεπνεμένη φωνή:
— Καλῶς τον!
Ἔκαμα κουράγιο, μπῆκα στὴ σπηλιά, προχώρησα κατὰ τὴ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τὸ κεφάλι ὁ ἀσκητής, καὶ διέκρινα στὸ μεσόφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο ἀπὸ τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὴν πείνα, μὲ ἀδειανοὺς βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σὲ ἀνείπωτη μακαριότητα• τὰ μαλλιὰ του εἶχαν πέσει, ἔλαμπε τὸ κεφάλι του σὰν κρανίο.
— Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπα κι ἔσκυψα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ κοκαλιασμένο χέρι.

Κάμποση ὥρα σωπαίναμε• κοίταζα μὲ ἀπληστία τὴν ψυχὴ τούτη ποὺ εἶχε ἐξαφανίσει τὸ κορμί της, αὐτὸ βάραινε τὶς φτεροῦγες της καὶ δὲν τὴν ἄφηνε ν' ἀνέβει στὸν οὐρανό. Ἀνήλεο, ἀνθρωποφάγο θεριὸ ἡ ψυχὴ ποὺ πιστεύει• κρέατα, μάτια, μαλλιά, ὅλα τοῦ τά 'χε φάει.

Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ, ἀπὸ ποῦ ν' ἀρχίσω. Σὰν ἕνα στρατόπεδο ὕστερα ἀπὸ φοβερὴ σφαγή μοῦ φάνταζε τὸ σαράβαλο κορμὶ μπροστὰ μου• ξέκρινα ἀπάνω του τὶς νυχιὲς καὶ τὶς δαγκωματιὲς τοῦ Πειρασμοῦ.
Ἀποκότησα τέλος:
— Παλεύεις ἀκόμα μὲ τὸ Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τὸν ρώτησα.
— Ὄχι πιά, παιδὶ μου• τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτὸς μαζὶ μου• δὲν ἔχει δύναμη• παλεύω μὲ τὸ Θεό.
— Μὲ τὸ Θεό! ἔκαμα ξαφνιασμένος• κι ἐλπίζεις νὰ νικήσεις;
— Ἐλπίζω νὰ νικηθῶ, παιδὶ μου• μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τὰ κόκαλα• αυτά αντιστέκουνται.


Nίκος Καζαντζάκης
Ἀπὸ τὴν «Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο» , ἐκδ. Ἐλ. Καζαντζάκη, 1964