Με την συμπλήρωση 45 ετών από της εκδημίας του Φώτη Κόντογλου (8 Νοεμβρίου - 13 Ιουλίου 1965), ο Ευροκλύδων αναδημοσιεύει μέρος του σχετικού άρθρου του Γ. Κόρδη από τοΠεριΩδικό της Πόλης (τεύχος 139).
Ο Κόντογλου εμφανίζεται ως μετέωρο στη νεοελληνική πνευματική πραγματικότητα που, ανύποπτη σχεδόν, ταξιδεύει προς τη Δύση. Σε μια νεοελληνική πνευματική σκηνή που έχει προ πολλού παραδεχτεί ότι δεν υφίσταται ιδιοπρόσωπος ελληνικός τρόπος ύπαρξης -και άρα- πολιτισμός. Ό Κόντογλου, συνειδητά και ασυνείδητα μαζί, ψηλαφητά σχεδόν, έρχεται να αγγίξει µία πληγή, θυμίζοντας στους νεοέλληνες ότι κάποτε είχαν δικό τους τρόπο να διαχειρίζονται τα κοινά, να πλάθουν σχέσεις και να παράγουν ποιότητες ζωής. Γι’ αυτό και αγωνίστηκε ο μοναχός αυτός ανατολίτης, από τότε που επισκέφτηκε το Άγιον Όρος στα 1923 και είδε με τα μάτια του τον πλούτο του ορθοδόξου ελληνικού παρελθόντος και εθαύμασε το μεγαλείο του λαού του που, άλλοτε, μπορούσε, χωρίς ενοχές και αισθήματα κατωτερότητας, να διαλέγεται με τον πολιτισμό των άλλων λαών και να παίρνει και να δίνει στοιχεία και να δημιουργεί ολοένα.
Ο Koντoγλoυ απλά είδε πώς υπάρχει τρόπος ελληνικός διαχείρισης των σχέσεων και γι' αυτό πάλεψε να επαναφέρει στη νεοελληνική κοινωνία το χαμένο µίτο τής παράδοσης. Το κάλεσμα του όμως για επιστροφή στην παράδοση, πού παρερμηνεύτηκε από τούς κατοπινούς του και από πολλούς μαθητές του, δεν ήταν σε καµία περίπτωση ζήτηση για µία οπισθοδρόμηση, αλλά για µία φυσική συνέχιση του δρόμου που είχε ό ελληνικός πολιτισμός µε την ιδιοπροσωπία του, µε το δικό του τρόπο κατανόησης των σχέσεων. Για τούτο και ο ίδιος ο µαϊστορας Κόντογλου, όταν δημιούργησε, δεν αντέγραψε στατικά, αλλά δυναμικά διαλέχτηκε µέ όσα πριν απ' αυτόν οι μεγάλοι του παρελθόντος τεχνίτες έφτιαξαν. Πήρε εικονογραφικού τύπους παλαιούς και ο ίδιο διαμόρφωσε το ζωγραφικό τρόπο µέ ύφος προσωπικό και έφτιαξε µία ζωγραφική πού έχει ταυτότητα και δεν είναι απρόσωπη. Έτσι δημιούργησε κι ίδιος παράδοση, εμπλούτισε την παράδοση – αφού στο έργο του αυτή ανακεφαλαιώνεται και αυξάνεται και δεν σταματά για να αρχίσει έργο άλλο ιδιωτικό.
Ο μαστρο-Φώτης, γνώστης βαθύς της ελληνικής πολιτισμικής πορείας, ως γνήσιος συνεχιστής της ζωγραφικής παράδοσης, ζωγραφίζει µέ τον ίδιο τρόπο θέματα κοσμικά και θρησκευτικά, αποδεικνύοντας ότι κατανοεί σωστά την οριοθέτηση της ζωγραφικής, ως τρόπου παρουσίασης των θεμάτων κι όχι ως κάποιας ιερής γλώσσας πού ταυτίζεται οντολογικά µέ το εικονιζόμενο θρησκευτικό θέμα. Ο Κόντογλου έρχεται µε τα δεδομένα αυτά και ζωγραφίζει το Δημαρχείο Αθηνών µία μεγάλη σειρά εικόνων που περιλαμβάνει σκηνές μυθολογικές και ιστορικές, και κυρίως, πρόσωπα από την μακραίωνη πορεία του Ελληνισμού. 'Εκεί έχουν όλοι θέση, κι ο Ιαπετός και ο Διομήδης και ο Μεγαλέξανδρος με το Βουκεφάλα του, κι ό Βασίλειος ο Μακεδών και ο Ρήγας Φεραίος και ο Κολοκοτρώνης κι ο Διονύσιος Σολωµός και ο Δοµήνικος Θεοτοκόπουλος κι όλοι όσοι ζήσαν µέ τον τρόπο τον ελληνικό. Ή πινακοθήκη αυτή είναι μαρτυρία της αντίληψης του Κόντογλου για την ενότητα της ελληνικής ιστορίας.
Το κάλεσμα του Κόντογλου για επανασύνδεση µέ την παράδοση δυστυχώς δεν κατανοήθηκε σωστά και οι άνθρωποι διάλεξαν το εύκολο κοµµάτι της σκέψης του και ερμηνεύσαν το κάλεσμα του ως επιστροφή στο παρελθόν...
Η κοινωνία µέ τον όρο «παράδοση» έφτασε σήμερα να εννοεί κάτι πού συντελέστηκε στο παρελθόν, κάτι πού τελείωσε στο παρελθόν. Ή στατική αυτή ερμηνεία της παράδοσης είναι εύκολη γιατί δεν απαιτεί τη συνέχισή της, δε ζητά την αγωνία της δημιουργίας, δεν προϋποθέτει τον κίνδυνο της αποτυχίας…
Ο Κοντογλου, στα γραπτά του, το διαλαλεί, το φωνάζει αλλά ποιος να ακούσει; Ο ελληνικός κόσμος δεν παρήγαγε τέχνη για ιδιωτική χρήση και για λόγους ιδιωτικούς αλλά δημιούργησε, επιχείρησε να φτιάξει έργα τέχνης με τα οποία θα μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος, θα μπορεί μέσα από αυτά να συναντήσει και να κοινωνήσει με τα πρόσωπα των άλλων και του Θεού….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου