Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Ποιά παράδοση και ποιά πρόοδος, του Λάκη Προγκίδη


Λίγο από πνεύμα ανταρσίας, λίγο από οικογενειακή παράδοση, βρέθηκα τον Ιούνιο του 1968, μετά από κάποιες πράξεις ανατρεπτικού, καθώς ελέχθη, χαρακτήρα, συγκρατούμενος με τον Θ.Π. στο 6ο αστυνομικό τμήμα στον Βαρδάρη. Δικτατορία. Σε λίγες μέρες πατούσα τα εικοσιένα.

Ζέστη ανυπόφορη. Ένα μπετονένιο κελί, μη αεριζόμενο, στον τελευταίο όροφο, ακριβώς κάτω από την ταράτσα. Πυρακτωμένο μέρα νύχτα. Μας βγάζαν μόνο για τις φυσικές μας ανάγκες και για να φάμε ανακούρκουδα το φαγητό που φέρναν και παραδίδαν στο φύλακα κάθε μέρα οι δικοί μας. Τελειώνοντας κι αφού καπνίζαμε το μοναδικό τσιγάρο του εικοσιτετράωρου –ώ της απολαύσεως!– κοιταζόμασταν και ψιθυρίζαμε «άντε πάλι στο καμίνι».

Οι μέρες κυλούσαν. Σε δυο τρεις βδομάδες είχαμε εξαντλήσει τις βασικές πληροφορίες γύρω από τη ζωή μας. Περάσαμε λοιπόν σε ιστορίες πιο προσωπικές. Ένα βράδυ, o Θ.Π., λογιστής το επάγγελμα, άρτι παντρεμένος, μου διηγήθηκε τις αναμνήσεις του από ένα τελευταίο του ταξίδι στη Σκιάθο όπου ανακάλυψε τον Παπαδιαμάντη. Καθώς δε το έφερε η τύχη νάχω κι εγώ γνωρίσει στα δεκατέσσερά μου και το ωραίο νησί και νάχω κιόλας διαβάσει τα άπαντα του Βαλέτα, αρχίσαμε να φέρνουμε στο μυαλό μας τα έργα του Παπαδιαμάντη, να ζωντανεύουμε τους ήρωές του και να ονειροπολούμε τις ρόδινες ακρογιαλιές, τις βασιλικές βελανιδιές και τα θεσπέσια τσιμπούσια του. Το καμίνι μας έβραζε. Ο Παπαδιαμάντης το δρόσιζε. Τόλη, αναφωνεί μια μέρα ο συγκάτοικος, ξέρεις τι λέω; Τι; Θα βγω στον Διοικητή να του ζητήσω να μας επιτρέψει να διαβάσουμε Παπαδιαμάντη. Σε βάρεσε η ζέστη, του κάνω. Ξερό κεφάλι όμως ο Θ.Π.: πέτυχε την ακρόαση για την ίδια μέρα. Επέστρεψε σε λίγο τρισευτυχισμένος. Κάθε δεκαπέντε μέρες, συμφώνησε ο Διοικητής, θα μας έφερνε η γυναίκα του Θ.Π. έναν τόμο από τα άπαντα και θα έπερνε πίσω τον διαβασμένο. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Και πώς δέχθηκε το πράγμα, ρώτησα. Α, με πολύ ενθουσιασμό, απάντησε. Δεν πρόλαβα, συνέχισε, να ολοκληρώσω το αίτημά μου και πετάχτηκε όρθιος αναφωνώντας «Μπράβο, αυτός μάλιστα, ίσως και ξεστραβωθείτε».

Δεν ευτύχησε να τελειώσουμε την ανάγνωση. Στο τέλος του τρίτου τόμου μας χωρίσαν. Μας μεταφέραν στο στρατόπεδο του Καρατάσου στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Μας κλείσαν σε χωριστά δωμάτια στον πρώτο όροφο ενός διώροφου κτιρίου που στο παρελθόν το χρησιμοποιούσαν οι εφημερεύοντες μόνιμοι αξιωματικοί. Σφράγισαν τα παντζούρια, βάλαν φρουρούς, μας σίτιζαν πρωί, μεσημέρι, βράδυ και μας επιτρέψαν να διαβάζουμε ό,τι βιβλία μας φέρναν από τα σπίτια μας μια φορά την εβδομάδα –αφού περνούσαν πρώτα από την έγκρισή τους, εννοείται. Δυστυχώς εγώ δεν είχα τα άπαντα για να ολοκληρώσω την ανάγνωση, τη δεύτερη της ζωής μου. Έφηβος τα είχα δανειστεί. Θυμάμαι, εντούτοις, πάντα με νοσταλγία τον εγκλεισμό στου Καρατάσου. Ποτέ δεν ξαναβρέθηκα στη ζωή μου σε τόσο ιδανικές συνθήκες για διάβασμα και περισυλλογή. Έμενα ξυπνητός μέχρι μετά τα μεσάνυχτα. Το εγερτήριο μου το είχα εξασφαλισμένο. Στις 7:00 η ώρα ένας λόχος σταματούσε κάτω από τα παράθυρα μας και κραύγαζε αρκετές φορές τα πασίγνωστα συνθήματα της Χούντας: ΕΙΚΟΣΙΜΙΑ! ΤΕΤΑΡΤΟΥ! ΕΞΗ-ΝΤΑ ΕΦΤΑ! – ΕΛΛΑΣ! ΕΛΛΗΝΩΝ! ΧΡΙ-ΣΤΙΑ-ΝΩΝ!

Μείναμε στο στρατόπεδο από τον Σεπτέμβριο του 1968 μέχρι που έγινε η δίκη, τον Μάιο του 1969. Από τις πρώτες μέρες, με νωπό ακόμα στη μνήμη μου τον Παπαδιαμάντη, σκεφτόμουν σε τι παράξενη θέση με είχε φέρει η τύχη. Από τη μια μεριά έπαλε μέσα μου ολοζώντανη, πανέμορφη, νόστιμη και απέραντα ανεκτική απέναντι στις τρέλες, τις αποκοτιές και τα πάθη των ανθρώπων η Ελλάδα των Ελλήνων χριστιανών του αγαπημένου μου συγγραφέα. Και από την άλλη, ο έξω κόσμος με βομβάρδιζε με μια ελληνοχριστανική Ελλάδα που με γέμιζε με τόση λύσσα όση και οδύνη. Τούτη η αντίθεση, τούτη η αντιπαράθεση δυο φαινομενικά όμοιων κόσμων στάθηκε το πρώτο μου μάθημα λογοτεχνικής κριτικής.

Πέρασαν από τότε δέκα ολόκληρα χρόνια μέχρι ν’ αποφασίσω ν’ ασχοληθώ συστηματικά με την κριτική της λογοτεχνίας και ιδιαίτερα του μυθιστορήματος. Για ένα μεγάλο διάστημα ο Παπαδιαμάντης υπήρξε το μοναδικό μου σχολείο. Μα, θ’ απορήσετε, ασχολήθηκε ο Παπαδιαμάντης με την κριτική; Όχι βέβαια. Η κριτική όμως για την οποία μιλώ και η οποία έγινε η μοναδική μου σχεδόν ενασχόληση, προήλθε, ναι, προήλθε από το παπαδιαμαντικό έργο, ή, για την ακρίβεια, προήλθε από την σπίθα που πετάχτηκε μέσα μου τη στιγμή της σύγκρουσης αυτού του έργου με την καταθλιπτική και ανελεύθερη ατμόσφαιρα της χουντικής ελληνοxριστιανοσύνης.

Δεν χρειαζόταν βέβαια και καμιά φοβερή πνευματική ικανότητα για να καταλάβω το χάσμα που χώριζε την πίστη και την τέχνη του Παπαδιαμάντη από τα ιδεολογήματα των ηγετίσκων της δικτατορίας. Μου αρκούσε η αίσθησή μου. Στην περίπτωση του Παπαδόπουλου και των συνεργατών του, ένας δισχιλιετής πολιτισμός είχε στραγγίσει, είχε συρρικνωθεί, είχε καταντήσει κούφιο σύνθημα για να το βροντοφωνάζουν κατ’ εντολήν οι φαντάροι. Με τον Παπαδιαμάντη οι ίδιες λεξούλες που όριζαν τη χώρα μου, το λαό μου και την θρησκευτική του πίστη ηχούσαν μέσα μου σαν κάλεσμα ενός ακμαίου πολιτισμού, πάντα πλούσιου σε εκπλήξεις και αινίγματα. Ένα σφαλιστό παράθυρο χώριζε τους δύο κόσμους. Έξω, το καθεστώς που αντιμαχόμουν προσπαθούσε να μετατρέψει την πολιτισμική μου ταυτότητα σε τύπο, σε σχήμα αιώνια απαρασάλευτο. Μέσα, η ίδια ταυτότητα μεταμορφωνόταν σε ανεξάντλητο μυστήριο, σε ανάσα δημιουργίας, σε ελευθερία.

Ξαναθυμήθηκα φέτος, ύστερα από σαράντα τρία χρόνια, τη διαμονή στου Καρατάσου. Ίσως γιατί το καλεί η επέτειος. Ίσως γιατί προσπαθώ, διαβάζοντας τον ξανά και ξανά να δω τι έχει να μας πει ο συγγραφέας του «Φτωχού Αγίου», για την σημερινή μας κατάντια. Και ξαναθυμήθηκα φυσικά σε τι συνίστατο το πρώτο μάθημα κριτικής στο οποίο μόλις αναφέρθηκα. Συνίστατο σε δυο ανακαλύψεις. Ανακάλυψα, εκεί στην απομόνωση, πρώτον την αμφίσημη φύση της παράδοσης. Την κοίταζα από τη μεριά της χούντας, πτώμα. Την κοίταζα από τη μεριά του κυρ Αλέξανδρου, άνθιζε, ευδοκιμούσε. Κι αυτό όχι θεωρητικά και αφηρημένα αλλά στο ίδιο το πετσί μου, για να το πω έτσι. Το ίδιο μου το κορμί είχε γίνει το θέατρο αυτής της διπλής όψης της παράδοσης: στ’ αυτιά μου αντιλαλούσε το κούφιο σύνθημα των Συνταγματαρχών ενώ ταυτόχρονα τα σωθικά μου χοροπηδούσαν στο ρυθμό του παπαδιαμαντικού τραγουδιού.

Η δεύτερη ανακάλυψη ήταν λιγότερο κατανοητή. Θέλω να πω ότι ενώ η πρώτη είχε άμεση σχέση με τη σύγκριση, διανοητικού περισσότερο χαρακτήρα, του μέσα με το έξω, του παπαδιαμαντικού πλούτου που γέμιζε το είναι μου με την έκπτωτη μορφή του πού κυριαρχούσε από την άλλη πλευρά του παραθύρου, η δεύτερη ανακάλυψη ήταν πολύ δύσκολο να περιγραφτεί. Ναι, με το πρώτο άκουσμα του συνθήματος «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών» ένιωσα κάτι που είναι αδύνατον να εκφραστεί με λέξεις. Ή για την ακρίβεια κάτι που ήταν αδύνατον να εκφραστεί και το οποίο παιδεύομαι έκτοτε να πω, να φανερώσω, να κάνω να γίνει κατανοητό. Εκείνη η δεύτερη «ανακάλυψη» στάθηκε για μένα το μεγάλο αίνιγμα και το κίνητρο για να ριχτώ στην περιπέτεια της κριτικής. Εδώ, είπα μέσα μου, γίνεται κάτι το εξαιρετικό. Κάτι για το οποίο αξίζει τον κόπο να επιχειρήσω μιαν ολόκληρη στροφή σε σχέση με τον δρόμο πού είχε πάρει ήδη η ζωή μου: Πολυτεχνείο, πολιτικοποίηση, λογοτεχνικά ενδιαφέροντα. Εδώ, σε τούτο το κεφάλαιο, ίσως κάτι έχω να πω, κάτι το τελείως δικό μου, σκέφτηκα.

Ποια ήταν λοιπόν αυτή η τόσο περίεργη και άρρητη αίσθηση; Το γέλιο. Ναι, το γέλιο. Ακούγοντας τα φανταράκια να ξελαρυγγύζονται για να με κάνουν να καταλάβω τι θα πει Ελλάδα άρχισα να γελάω. Βουβά. Μέσα μου. Ένα γέλιο εύθυμο, λαγαρό, πρόσχαρο, συντροφικό. Χωρίς ίχνος έχθρας και σατιρικής διάθεσης –στο κάτω κάτω της γραφής απόλυτα δικαιολογημένης από την περίσταση. Όχι βέβαια ότι μου ήρθε να ταυτιστώ με την πρωινή εντεταλμένη χορωδία και να πάρω μέρος στη συλλογική αποβλάκωση. Γέλιο ίσον απόσταση. Υπό όποια μορφή κι αν ξεπηδήσει. Και ποια ήταν λοιπόν η μορφή εκείνου του γέλιου; Δεν ήξερα ούτε να την ονομάσω, ούτε να την περιγράψω. Το μόνο πράγμα πού καταλάβαινα διαυγέστατα είναι ότι είχα βρεθεί ξαφνικά σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση, σε μια «γνώση» ασύλληπτη για τα φτωχά μου εκφραστικά μέσα. Ένιωθα σαν το κλειστό παράθυρο να είχε εξαφανιστεί και μαζί του και το δωμάτιο. Σαν από τον εαυτό μου ν’ αποκολλήθηκε ένας άλλος εαυτός που μ’ έβλεπε από πολύ μακριά. Που μας έβλεπε από κάποιον άλλο πλανήτη: εμένα, το στρατόπεδο και τη χώρα μου ολόκληρη. Μέσα σ’ ένα συναίσθημα απέραντης συγκατάβασης. Σαν νάμασταν όλοι ένα. Σαν να μην ήταν καθόλου εύκολο να διακρίνεις τους εχθρούς από τους φίλους. Σαν ένα μαγικό ραβδί να είχε σβήσει διαφορές, ανταγωνισμούς και αντιδικίες. Αλλά και πάλι, τίποτα δεν είχε παραμερίσει από τη θέση του και ιδιαίτερα τα καρφωμένα παντζούρια. Γελούσα. Το είναι μου είχε παραδοθεί στη χαρά του γέλιου. Το ένιωθα. Αλλά ταυτόχρονα ένιωθα ότι γελούσα χωρίς να ξέρω το γιατί. Πέρασε πολύς καιρός πριν αρχίσω να αρθρώνω κάποιες σκέψεις γύρω από το φαινόμενο. Τότε, όταν συνέβει, για το μόνο πράγμα που ήμουν σίγουρος ήταν ότι στον πυρήνα αυτής της περίεργης σκωπτικής διάθεσης φώλιαζε το έργο του Παπαδιαμάντη που μόλις είχα ξαναδιαβάσει.

Οι ιδιαίτερες συνθήκες όπου βρισκόμουν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν κάποιες στιγμές παράκρουσης. Προτίμησα το δρόμο της εκλογίκευσης. Βέβαια αν πάρουμε το έργο του Παπαδιαμάντη καθ’ εαυτό δε θα βρούμε την παραμικρή νύξη σε σχέση με την ελληνοχριστιανοσύνη την οποία διατυμπάνιζαν οι αυτοκυρηχθέντες προστάτες του έθνους. Αποκλειόταν λοιπόν η οποιαδήποτε άμεση συσχέτιση λογοτεχνικού έργου και συγκεκριμένης κατάστασης. Έμενε ίσως η έμμεση: η φρέσκια ακόμα μέσα μου μνήμη της παπαδιαμαντικής ελληνοχριστιανοσύνης μ’ έκανε να χλευάζω, ως εξ αντιπαραβολής, το ελεεινό απολειφάδι της. Όμως ούτε κι αυτή η εξήγηση ευσταθούσε. Το είπα ήδη το γέλιο μου δεν είχε σατιρικό χαρακτήρα. Δεν κατευθυνόταν από το μέσα προς το έξω. Μάλλον το αντίθετο συνέβαινε: το έξω εισχωρούσε στο δωμάτιό μου, το έξω ενσωματωνόταν στη γενική ατμόσφαιρα της ευθυμίας που σκέπαζε τα πάντα. Αλλά αν εκείνο το γέλιο δεν λειτουργούσε ούτε απελευθερωτικά, εντός μου, ούτε υποτιμητικά για τους άλλους, για τους δεσμώτες μου, σαν τι λειτουργούσε;

Λειτουργούσε, το λέω τώρα, εκ των υστέρων, σαν αισθητική εμπειρία. Μια εμπειρία που πολύ πιθανόν είχα κιόλας αισθανθεί στο παρελθόν χάρη σε άλλα διαβάσματα αλλά ποτέ σ ́αυτή την ένταση. Ίσως γιατί ποτέ δεν είχα βρεθεί σε τόσο ακραίες καταστάσεις όπου, απ’ ότι φαίνεται, η ευαισθησία του ανθρώπου οξύνεται στο έπακρο. Όπως κι αν έχει η σύγχυση των δικών μου βιωμάτων με τα βιώματα εκείνων που πίστευα ότι ήταν στην αντίπερα όχθη, τούτη δω η γειτνίαση υπό τη σκέπη του Παπαδιαμάντη, καταστάσεων εκ προοιμίου ξένων μεταξύ τους, με διασκέδαζε. Και προπαντός με παίδευε. Με τη διπλή σημασία της λέξης: με βασάνιζε και μου μάθαινε. Ήταν αυτονόητο να κοροϊδεύω αυτούς που είχα επιλέξει για αντιπάλους. Ήταν κομμάτι περίεργο να μας βλέπω να κολυμπάμε όλους μας στην παπαδιαμαντική ειρωνία. Αναγκαστικά αναρωτιόμουν: τι τέλος πάντων το ιδιαίτερο υπήρχε στο έργο του Παπαδιαμάντη που μ ́έκανε εμένα τον αναγνώστη να γεύομαι τούτο το διφορούμενο γέλιο;

Στα δεκατέσσερα μου χρόνια ο Παπαδιαμάντης με εξοικίωσε με τις παραδόσεις του λαού μας. Με πότισε με την ομορφιά της ελληνικής φύσης. Με γέμισε με τον ερωτισμό του. Στου Καρατάσου μ’ έριξε στον κόσμο, μ ́έφερε αντιμέτωπο με το αίνιγμα που λέγεται σημερινός κόσμος. Έτσι στον πρώιμο διάλογο με το έργο ήρθε να προστεθεί, στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, και ο διάλογος με τον κόσμο. Την επαύριο λοιπόν της δεύτερης ανάγνωσης του Παπαδιαμάντη, μου φαινόταν σαν ο κόσμος νάταν ένα εφτασφράγιστο μυστήριο που άνοιγε μόνο με το κλειδί των καλλιτεχνικών έργων, ακόμα και των έργων τέχνης που είχαν φτιαχτεί, όπως αυτό του Παπαδιαμάντη, σε καιρούς αλλοτινούς, πριν ετούτος εδώ ο κόσμος δει το φως της μέρας. Λες και το έργο τέχνης τον είχε προαισθανθεί. Λες και τον ένιωθε να σαλεύει στα σωθικά του. Ξαφνικά ωρίμασα. Άρχισα να δοκιμάζω τα πρώτα μου εργαλεία στο χώρο της κριτικής. Δεν συνομιλούσα μόνο με τον Παπαδιαμάντη, έφερνα ταυτόχρονα τον κόσμο του κοντά στο δικό μου...


Δεν υπάρχουν σχόλια: