Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Bασίλεψεν Αυγερινός, γλυκοχαράζει η μέρα...

Η πρώτη αυγή της νέας χιλιετίας στον αρχαιλογικό χώρο του Ναού του Ποσειδώνα στο Σούνιο.
Πρωτοχρονιά 2000.




Καλή Χρονιά

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Εις πάσαν τήν γήν εξήλθεν ο φθόγγος σου...


Τη Α' του αυτού μηνός μνήμη τού εν Αγίοις Πατρός ημών Βασιλείου τού Μεγάλου

Απολυτίκιον τού Αγίου Ήχος α'

Εις πάσαν τήν γήν εξήλθεν ο φθόγγος σου, ως δεξαμένην τόν λόγον σου, δι' ού θεοπρεπώς εδογμάτισας, τήν φύσιν τών όντων ετράνωσας, τά τών ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας, Βασίλειον Ιεράτευμα, Πάτερ Όσιε, Χριστόν τόν Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν τό μέγα έλεος.

Μηναίο Μηνός Ιανουαρίου


Δι' ού θεοπρεπώς εδογμάτισας...
Ο Μ. Βασίλειος έζησε ως επίσκοπος σε μια πολύ δύσκολη περίοδο της Εκκλησιαστικής ιστορίας. Εννοώ την περίοδο μεταξύ της Α´ Οικουμενικής Συνόδου, που έγινε στην Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ., και της Β´ Οικουμενικής Συνόδου, που έγινε το 381 μ.Χ. Ο Μ. Βασίλειος αντιμετώπισε όλα τα θεολογικά ζητήματα της εποχής εκείνης με σοφία, διάκριση, σύνεση, αλλά και θεολογική προοπτική και ενώ εκοιμήθη σε ηλικία 49 ετών δύο μόλις χρόνια –τό 379– πριν συνέλθη η Β´ Οικουμενική Σύνοδος το έτος 381, εν τούτοις είχε προετοιμάσει όλο το θεολογικό έδαφος πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η Σύνοδος αυτή.

Ο Μ. Βασίλειος δογμάτισε για τον Τριαδικό Θεό χρησιμοποιώντας νέα ορολογία και αυτό έγινε για να αντιμετωπίση τις διάφορες αιρέσεις που εμφανίσθηκαν και οι οποίες χρησιμοποιούσαν την αρχαία ελληνική φιλοσοφία για να κατανοήσουν την αποκεκαλυμμένη αλήθεια. Ο Φωστήρ της Καισαρείας δογμάτισε για το Άγιον Πνεύμα, για τις σχέσεις μεταξύ των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Το σημαντικό και πρωτόγνωρο, ακόμη και για την φιλοσοφία, είναι ότι για πρώτη φορά ο Μ. Βασίλειος ταύτισε την υπόσταση με το πρόσωπο. Μέχρι τότε το πρόσωπο σήμαινε το προσωπείο, την μάσκα που χρησιμοποιούσε ο ηθοποιός για να παίξη έναν ρόλο, δηλαδή το πρόσωπο ήταν ένα επίθεμα του όντος. Ο Μ. Βασίλειος ανέπτυξε την άποψη ότι το πρόσωπο δεν είναι επίθεμα του όντος, αλλά ταυτίζεται με την υπόσταση, δηλαδή είναι αυτό που κάνει το όν να είναι όντως όν.

Όλη αυτήν την θεολογία ο Μ. Βασίλειος την ανέπτυξε « θεοπρεπώς» , ακριβώς γιατί ζούσε την υπαρξιακή θεολογία, είχε εμπειρίες του Θεού, όπως φαίνεται στα κείμενά του. Η θεολογία του δεν ήταν ακαδημαϊκή, ορθολογιστική, συναισθηματική, αισθητική, αλλά καθαρά υπαρξιακή.

Απόσπασμα της ομιλίας "Ο Μέγας Βασίλειος και ο αι-Βασίλης" του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Περιοδικό Παρέμβαση

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Εαυτόν εκένωσε...



[Ὁ Ἰησοῦς Χριστός] ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἠγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ᾿ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ. Δι᾿ ὃ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα.
Πρὸς Φιλιππησίους (2, 6 -10)

Ὁ Χριστὸς ὑπῆρχε ἐν μορφῇ Θεοῦ, εἶχε ὅλα τὰ γνωρίσματα τῆς θεότητος, δὲν θεώρησε ὡστόσο ἁρπαγμὸ τὸ νὰ εἶναι ὁμότιμος μὲ τὸν Πατέρα, δὲν θεώρησε δηλαδὴ τὴ θεϊκὴ ἰδιότητα ἕνα λάφυρο ἢ προνόμιο ποὺ πρέπει ἀδιάκοπα νὰ ἀπολαμβάνει. Γι᾿ αὐτὸ ἐκένωσε, ἄδειασε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅλα τὰ θεϊκὰ γνωρίσματα, ἀπεκδύθηκε τὴ θεότητα, ἀποξενώθηκε τὸν θεϊκὸ χαρακτήρα του, καὶ ἔλαβε μορφὴ δούλου. Ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου γεννιέται ὡς ἄνθρωπος στὴ Βηθλεὲμ καὶ μάλιστα ὡς πάντων ἔσχατος: ἀνέστιος, ἄστεγος, ἄοικος, σπαργανώνεται καὶ ἀνακλίνεται στὴ φάτνη, διότι οὐκ ἣν αὐτῷ τόπος ἐν τῷ καταλύματι (Λκ, 2, 7).

Αὐτὴ ἡ κένωση τοῦ Χριστοῦ φτάνει μέχρι θανάτου. Ταπείνωσε τόσο τὸν ἑαυτό του ποὺ γίνεται ὑπήκοος τοῦ θανάτου, καὶ μάλιστα τοῦ θανάτου τῶν κακούργων: πεθαίνει διὰ σταυροῦ. Πάνω στὸν σταυρὸ ὁλοκληρώνεται ἡ ἐν σπηλαίῳ γέννηση, στὸν «Γολγοθᾶ φανερώνεται καὶ ἀκτινοβολεῖ ἡ σημασία τῆς Ἐνσάρκωσης, τῆς Βηθλεέμ» (ὅπως γράφει καὶ ὁ μέγας Κὰρλ Μπὰρτ στὸ Ὑπόμνημά του στὴν Πρὸς Φιλιππησίους). Τὸ χαρμόσυνο γεγονὸς τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ σταυρικὸς θάνατός του εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἡ ἴδια ἀκριβῶς κενωτικὴ κίνηση ὁδηγεῖ καὶ στὰ δύο...

Ἡ κένωσις, ἡ ἑκούσια πτωχεία τοῦ Πλουσίου καὶ ἡ ἠθελημένη ἀδυναμία τοῦ Δυνατοῦ, ἀνήκει μόνο στὸν Θεό, εἶναι τὸ ἀκατανόητο μυστήριο τῆς θείας ἀγάπης. «Οὐ γὰρ ἔστιν ἀνθρώπων οὐδεὶς ὃς τοῦτον οἰκειώσεται τὸν λόγον. Οὐδεὶς τῶν πώποτε γενομένων ἁγίων, μονογενὴς ἣν Θεός, γενόμενος ἄνθρωπος. Τοῦτο γὰρ ἔστιν ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχοντα, μορφὴν δούλου λαβεῖν» γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, σχολιάζοντας τοὺς παραπάνω στίχους τῆς Πρὸς Φιλιππησίους (PG 45, 683 BC).

Ὡστόσο ἡ κενωτικὴ κίνηση ὁρίζει, γιὰ ὅλους μας, τὸν τρόπο τῆς ἀγάπης. H ἀγάπη εἶναι κενωτικὴ καὶ ὁ παντοτινὸς τύπος καὶ ὑπογραμμός της εἶναι ἡ κένωση τοῦ Χριστοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια, ἀγάπη δὲν σημαίνει νὰ κρατήσεις σὰν λάφυρο (ἁρπαγμόν) αὐτὸ ποὺ ἔχεις οὔτε, πολὺ περισσότερο, νὰ ἀποκτήσεις ἄλλα λάφυρα, ἀλλὰ νὰ δώσεις, δηλαδὴ νὰ χάσεις, νὰ χάσεις ἀκόμη καὶ τὴ ζωή σου. H ἀγάπη εἶναι θυσία. Ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλάει γιὰ τὴν κένωση τοῦ Χριστοῦ ὄχι θεωρητικά, στὸ πλαίσιο μιᾶς χριστολογικῆς συζήτησης, ἀλλὰ μέσα σὲ ἡθικὰ συμφραζόμενα, καλώντας ἀκριβῶς τοὺς χριστιανοὺς τῶν Φιλίππων νὰ ἀποκτήσουν τὸ κενωτικὸ φρόνημα τοῦ Χριστοῦ:

μηδὲν κατὰ ἐρίθειαν ἢ κενοδοξίαν, ἀλλὰ τῇ ταπεινοφροσύνῃ
ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν. (2, 3).

Μὴν κάνετε τίποτε ἀπὸ ἀνταγωνισμὸ ἢ ἀπὸ ματαιοδοξία, ἀλλά μὲ
ταπεινοφροσύνη ἂς θεωρεῖ ὁ καθένας ἀνώτερό του τὸν ἄλλο.

H λέξη κένωσις τοῦ ἀποστόλου Παύλου κυκλοφορεῖ ἀμετάφραστη στὶς εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες. Ἀκόμη περισσότερο ἀμετάφραστο μένει τὸ νόημά της στὴ ζωή μας. Ἐν πάσῃ περιπτώσει αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία. Οἱ ἄνθρωποι δὲν ἑορτάζουν τίποτε, ἁπλῶς ψωνίζουν.

Ὁ κ. Σταῦρος Ζουμπουλάκης εἶναι διευθυντὴς τοῦ περιοδικοῦ «Νέα Ἑστία».

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

Γεννήθηκε η ευσπλαχνία...



Ο Πατήρ ευδόκησεν, ο Λόγος σάρξ εγένετο και η Παρθένος έτεκεν..
Αστήρ μηνύει, Μάγοι προσκυνούσι, Ποιμένες θαυμάζουσι, η κτίσις αγάλλεται..
Ανέτειλε ο Ήλιος της δικαιοσύνης.
Ο δεσμός ελύθη, ο Παράδεισος ηνεώχθη, ο όφις κατηργήθη..
Ο Άναρχος άρχεται.
Η Αλήθεια φανερώθηκε. Γεννήθηκε η ευσπλαχνία...


Εξίσου υπέροχη και η περιγραφή του Τάσου Λειβαδίτη

"Η γέννηση"

Εν' άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα.
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου 'δειξε πάνω στο
κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό. "Είδες, μου λέει-
γεννήθηκε η ευσπλαχνία". Έσκυψα τότε το κεφάλι
κι έκλαψα κι εγώ,
γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε
θά ΄χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ' αυτό...

Χρόνια Πολλά σε όλους

Αν ο Χριστός γεννιόταν σήμερα...



Του Γιάννη Αντωνόπουλου

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010

Η ανακωχή των Χριστουγέννων

Στιγμιότυπο από την κινηματογραφική ταινία «Καλά Χριστούγεννα» του σκηνοθέτη Κριστιάν Καριόν, που προβλήθηκε στην Ελλάδα το 2005. Η ταινία έδειξε γλαφυρά πως οι άνθρωποι μπορούν να συμφιλιωθούν ακόμα κι όταν πολεμούν σε αντίπαλους στρατούς

Ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος, γνωστός επίσης ως Μεγάλος Πόλεμος, διήρκεσε από τον Αύγουστο του 1914 μέχρι τις 11 Νοεμβρίου 1918. Αυτό το χρονικό διάστημα ήταν ικανό για να χαθούν 9 εκατομμύρια ζωές. Ο χάρτης της Ευρώπης άλλαξε ριζικά και οδηγήθηκαν σε κατάρρευση τέσσερις αυτοκρατορίες: η Γερμανική, η Ρωσική, η Οθωμανική και η Αυστροουγγαρία.

Το επεισόδιο των Χριστουγέννων του 1914 είναι γνωστό περισσότερο ως θρύλος. Ομως πρόκειται για μια πραγματική ιστορία.

Ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο οι στρατευμένοι της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας, της Γαλλίας, της Βρετανίας, που παραμέρισαν τις εντολές των στρατηγών. Βγήκαν από τα χαρακώματα, ευχήθηκαν «Καλά Χριστούγεννα», τραγούδησαν την «Αγια Νύχτα», έπαιξαν ποδόσφαιρο και αντάλλαξαν τα υποτυπώδη δώρα που θα μπορούσαν να έχουν επάνω τους, τσιγάρα, λίγο κρυμμένο κονιάκ και κουμπιά από τις χλαίνες τους.

Ολα ξεκίνησαν πρόχειρα. Κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά ποιο ήταν το σημείο του μετώπου απ όπου έγινε η αρχή. Γεγονός αποτελεί ότι επεκτάθηκε ταχύτατα, σχεδόν αστραπιαία.

Φαίνεται ότι την πρωτοβουλία πήρε ένας Γερμανός στρατιώτης, που εκτός από τη μητρική του γλώσσα, μιλούσε και αγγλικά. Πρόκειται για τον οπλίτη Μέκελ, όπως αφηγείται σε διασωθείσες επιστολές του ο συστρατιώτης του Κουρτ Τσέμις. Γράφει σχετικά: «Ο στρατιώτης Μέκελ από τον λόχο μου, που για πολλά χρόνια είχε ζήσει στη Βρετανία, φώναξε μιλώντας αγγλικά απευθυνόμενος στο απέναντι εχθρικό χαράκωμα. Γρήγορα άρχισε μια έντονη συζήτηση».

Οι στρατιώτες βγήκαν από τα χαρακώματα. Εσφιξαν τα χέρια και αλληλοευχήθηκαν «Χαρούμενα Χριστούγεννα». Ο καθένας μιλούσε στη γλώσσα του. Ομως εκείνη η ιδιόρρυθμη Βαβέλ δεν χώριζε τους λαούς. Τους ένωνε.

Ηταν παραμονή Χριστουγέννων. Αυτοί οι πρώτοι, η μαγιά της μεγάλης πρωτοβουλίας, συμφώνησαν την επομένη, που ήταν η μεγάλη μέρα της χριστιανοσύνης, να μη χρησιμοποιήσει κανείς το όπλο του. Να μην υπάρξει πυροβολισμός την ώρα που στο σπήλαιο της Βηθλεέμ αντηχεί το «Επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».

Θοδωρής Ρουμπάνης
Εφημερίδα Έθνος

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

Τι να το κάνει ένας καλόγερος το κινητό, αφήστε που βλάπτει κιόλας...


Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Σισανίου καὶ Σιατίστης κ. Ἀντώνιος Κόμπος ἐγεννήθη τῷ 1920 εἰς Ἄργος Ἀργολίδος. Ὑπῆρξε ἀπόφοιτος τῆς Μαρασλείου Παιδαγωγικῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν καὶ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Μετεξεπαιδεύθη εἰς τὰ Πανεπιστήμια Ὀξφόρδης καὶ Παρισίων. Διετέλεσε καθηγητὴς καὶ Διευθυντὴς Ἱερατικῶν Σχολῶν. Κατὰ τὰ ἔτη 1971-74 ὑπηρέτησεν ὡς Ἱεροκήρυξ εἰς τὴν Ἱερὰν Μητρόπολιν Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας. Διάκονος ἐχειροτονήθη εἰς τὰς 3.12.67, πρεσβύτερος δὲ εἰς τὰς 4.12.67. Τὴν 23ην Μαΐου 1974 ἐξελέγη Μητροπολίτης Σισανίου καὶ Σιατίστης. Ἐξέδωκεν ἀξιόλογα ἐπιστημονικὰ ἔργα. Ἐδημοσίευσε βιβλιοκρισίας καὶ ἄρθρα ἐποικοδομητικὰ εἰς διάφορα περιοδικά. Ἐκοιμήθῃ ἐν Κυρίῳ τῇ 17ῃ Δεκεμβρίου 2005.

Σύντομο βιογραφικό, ἀπὸ τὰ Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἔτους 2005.



Τον χαρακτηρίζουν «ασκητή της πόλης». Μαγειρεύει μόνος του, καθαρίζει ο ίδιος το μητροπολιτικό σπίτι, δεν χρησιμοποιεί κινητό τηλέφωνο, ενώ σπάνια μιλά και στο σταθερό. Επισκέπτεται την Αθήνα για να συμμετάσχει στις Συνόδους χρησιμοποιώντας... το λεωφορείο του ΚΤΕΛ, κάνει περιοδείες στα «κουτσοχώρια» με τα πόδια και έχει ξεχάσει πώς είναι τα πλούσια αρχιερατικά άμφια. «Εγώ είμαι ένας καλόγερος», επιμένει ο ίδιος.

«Τι να το κάνει ένας καλόγερος το κινητό, αφήστε που βλάπτει κιόλας», απαντά με χαμόγελο στην παρατήρηση των «ΝΕΩΝ», ότι δεν ακολουθεί την τεχνολογία. «Εγώ είχα γέροντα τον Μητροπολίτη Κορινθίας, που πήγε μετά στην Αμερική. Αυτός μου είχε πει ότι ο επίσκοπος είναι καλόγερος και έτσι πρέπει να είναι». Όταν καλείται να σχολιάσει το ότι δεν συμβαίνει το ίδιο με άλλους μητροπολίτες, περιορίζεται να πει πως «πρέπει να έχουμε ακτημοσύνη, καρτερία και παρθενία, αυτές είναι οι αρετές του μοναχού».

«Άγιος άνθρωπος». Οι κάτοικοι της Σιάτιστας κάνουν λόγο για «άγιο άνθρωπο», που είναι κλειστός, δεν δίνει δικαιώματα και ζει όπως οι καλόγεροι. Μερικοί υποστηρίζουν ότι έχει περιορισμένη παρουσία στα κοινά, τονίζοντας πάντως ότι αποτελεί «στάση ζωής» για τον ίδιο. «Είναι κάτι παραπάνω από καλός. Δεν είναι διακοσμητικός, αρνείται τα λούσα και τις πολυτέλειες, ούτε αυτοκίνητο δεν έχει», είπε ο κ. Γιώργος Ράμος, που διατηρεί περίπτερο στη Σιάτιστα. «Τι σχέση μπορεί να έχει αυτός ο μητροπολίτης με τους άλλους, που έχουν καταθέσεις δισεκατομμυρίων», συμπληρώνει ο κ. Νίκος Τζάλας.

Ο Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης απαντά με χαμόγελο σε όλα. Όταν όμως καλείται να σχολιάσει τα σκάνδαλα που συνταράσσουν το τελευταίο διάστημα την Εκκλησία της Ελλάδος, παίρνει αποστάσεις. «Δεν θα κρίνω κανέναν, εγώ είμαι πιο αμαρτωλός απ' όλους, δεν μπορώ να πω τίποτε. H Ιεραρχία αποφάσισε να γίνει κάθαρση», λέει και κλείνει το θέμα.

Είναι πρόθυμος να ξεναγήσει στα διαμερίσματα της Μητρόπολης, ενώ παράλληλα ικανοποιεί όλα τα αιτήματα υπαλλήλων και μοναχών. H μοναχή Ειρήνη, από το μοναστήρι της Κοίμησης της Θεοτόκου, που επισκέφθηκε τη Μητρόπολη για δουλειές του μοναστηριού, λέει: «Δεν τον βλέπετε, πόσο ταπεινός είναι; Ακόμη και τα ράσα του τα πλένει ο ίδιος, δεν αφήνει κανέναν να τον βοηθήσει».

«Είναι κατ' ουσίαν ασκητής, ζει γι' αυτό που τάχθηκε, που δεν είναι επάγγελμα αλλά λειτούργημα», υποστήριξε ο υπάλληλος της Μητρόπολης κ. Ζήσης Γούτας. Ο Μητροπολίτης ασχολείται και με τις δουλειές, εξυπηρετώντας τον κόσμο που έρχεται να τον συναντήσει. «Δεν αρνείται σε κανέναν να ασχοληθεί με το πρόβλημά του».

Τα Νέα 5 Μαρτίου 2005

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Σέ εξ αλόγου ποίμνης, μετήγαγεν εις λογικήν...



Τή ΙΒ’ τού αυτού μηνός, Μνήμη τού Οσίου Πατρός ημών καί θαυματουργού Σπυρίδωνος.



Εξαποστειλάριον

Σέ εξ αλόγου ποίμνης, μετήγαγεν εις λογικήν, τό Πνεύμα πνευματοφόρε, ως τόν Μωσέα καί Δαυϊδ, ών εμιμήσω τό πράον, Σπυρίδων φώς οικουμένης.

Μηναίο μηνός Δεκεμβρίου

Γέρων διχαλογένης φορών σκούφον, του Φ. Κόντογλου


Ο Άγιος Σπυρίδων γεννήθηκε στον καιρό του αυτοκράτορος Kωνσταντίνου του Mεγάλου στο νησί της Kύπρου, από γονιούς φτωχούς. Γι' αυτό στα μικρά χρόνια του ήτανε τσομπάνης και φύλαγε πρόβατα. Ήτανε πολύ απλός στη γνώμη σαν τους ψαράδες που διάλεξε ο Xριστός να τους κάνει μαθητές του. Σαν ήρθε σε ηλικία, παντρεύθηκε, και μετά χρόνια χήρεψε, και τόση ήτανε η αρετή του, που τον κάνανε επίσκοπο σε μια πολιτεία λεγόμενη Tριμυθούντα, μ' όλο που ήτανε ολότελα αγράμματος. Παίρνοντας αυτό το πνευματικό αξίωμα έγινε ακόμα απλούστερος και ταπεινός, και ποίμανε τα λογικά πρόβατα που του εμπιστεύθηκε ο Xριστός με αγάπη, αλλά και με αυστηρότητα ωσάν υπεύθυνος όπου ήτανε για τη σωτηρία τους. Ήτανε προστάτης των φτωχών, πατέρας των ορφανών, δάσκαλος των αμαρτωλών. Kαι είχε τέτοια καθαρότητα και αγιότητα, που του δόθηκε η χάρη άνωθεν να κάνει πολλά θαύματα, για τούτο ονομάσθηκε θαυματουργός. Mε την προσευχή του μάζευε τα σύννεφα κ' έβρεχε σε καιρό ξηρασίας, γιάτρευε τις αρρώστιες, τιμωρούσε τους πονηρούς ανθρώπους...

Kαι στην Πρώτη Oικουμενική Σύνοδο που έγινε στη Nίκαια, ήτανε κι' ο άγιος Σπυρίδωνας ανάμεσα στους τριακοσίους δέκα οκτώ θεοφόρους πατέρας και, παρ' όλο που δεν γνώριζε γράμματα, αποστόμωσε τον αιρεσιάρχην Άρειο που ήτανε ο πιο σπουδασμένος στα γράμματα από όλους τους δεσποτάδες...

Kάποτε πήγε στον άγιο μια γυναίκα που είχε ένα παιδάκι και της πέθανε, και τον παρακαλούσε με δάκρυα πολλά να το αναστήσει, τόσο συνηθισμένοι ήτανε οι άνθρωποι, που τον γνωρίζανε, στα θαύματα που έκανε ο άγιος. Kαι εκείνος το ανάστησε με την προσευχή του. Mα η μητέρα του σαν το είδε ζωντανό, από την πολλή χαρά της πέθανε η ίδια. Kι' ο άγιος Σπυρίδωνας ανέστησε και τη γυναίκα.

Aυτά τα μεγάλα θαύματα ξακουσθήκανε στον κόσμο, κι' ο άγιος Σπυρίδωνας, ζώντας ακόμα, τιμήθηκε σαν άγιος και θαυματουργός. Kαι έως τώρα κάνει πολλά θαύματα το σκήνωμά του που είναι ο θησαυρός των Kερκυραίων...

Kατά τη βασιλεία των Tούρκων ευρέθη εις τα χέρια ενός ευλαβούς χριστιανού που τον λέγανε Bούλγαρη, κι' αυτός με μεγάλα βάσανα και κόπους το έφερε έως την Aλβανία κρυμμένο μέσα σε τσουβάλια, κι' από κει το πέρασε μ' ένα καΐκι στην Kέρκυρα που την κρατούσανε οι Bενετσιάνοι, κι' από τότε βρίσκεται σ' αυτό το νησί, απείραχτο από τον καιρό, με όλο όπου περάσανε 1600 χρόνια από την κοίμησή του. Στο κουβούκλιο στέκεται όρθιος ο άγιος, με χέρια σταυρωμένα, ντυμένος με τα άμφιά του και τον βγάζουνε σε λιτανεία δύο φορές το χρόνο. Oι Kερκυραίοι έχουνε το ιερό σκήνωμα σε μεγάλη ευλάβεια και το θεωρούνε θησαυρό του νησιού τους. Tον καιρό που δούλεψα στο Mουσείο της Kέρκυρας γνώρισα τον παπα-Bούλγαρη, που ήτανε εφημέριος του ναού, κατά κληρονομικό δικαίωμα, άνθρωπος που αγαπούσε την τέχνη και τα γράμματα. Tο άγιο λείψανο θαυματουργεί πάντα έως σήμερα σε όποιους επικαλεσθούνε με πίστη τον άγιο.

Στην ορθόδοξη αγιογραφία ο άγιος Σπυρίδωνας παριστάνεται γηραλέος με γυριστή μύτη και με διχαλωτό κοντό άσπρο γένι, "γέρων διχαλογένης φορών σκούφον". O σκούφος του είναι παράξενος, σαν κινέζικος, μυτερός στην κορυφή. Δεν ζωγραφίζεται ποτέ ξεσκούφωτος. Eκτός από τις εικόνες απάνω σε σανίδι είτε σε τοίχο σε άλλο μέρος της εκκλησίας, ζωγραφίζεται συχνά στο άγιο Bήμα μαζί με τους άλλους μεγάλους ιεράρχας Bασίλειο, Xρυσόστομο και Γρηγόριο κάτω από την Πλατυτέρα. Στο χαρτί που βαστά είναι γραμμένο: "Έτι προσφέρομέν Σοι την λογικήν ταύτην και αναίμακτον θυσίαν"...


Φώτης Κόντογλου
Γίγαντες Ταπεινοί, Εκδόσεις Aκρίτας 2000

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Το προαιώνιο γιατί...


Ο Αϊνστάιν έκανε κάποτε την ερώτηση: «Πόση ελευθερία επιλογής είχε ο Θεός στη δημιουργία του Σύμπαντος;». Αν η πρόταση της έλλειψης ορίου είναι σωστή, ο Θεός δεν είχε καμιά ελευθερία επιλογής των αρχικών χαρακτηριστικών του Σύμπαντος. Θα μπορούσε βέβαια να εξακολουθεί να διατηρεί την ελευθερία επιλογής των νόμων του Σύμπαντος. Στην πραγματικότητα όμως αυτή η ελευθερία δεν θα ήταν και πολύ μεγάλη: μπορεί να υπάρχει ένας πολύ μικρός αριθμός πλήρων ενιαίων θεωριών (ίσως μάλιστα και μόνο μία) που να είναι συνεπείς και να επιτρέπουν την ύπαρξη δομών στο Σύμπαν δομών τόσο πολύπλοκων όσο τα ανθρώπινα όντα που μπορούν να ερευνήσουν τους νόμους της Φύσης και να αναρωτηθούν για τη φύση του Θεού. Αλλά ακόμη και αν υπάρχει μία μόνο δυνατή ενιαία θεωρία, αυτή δεν αποτελείται παρά από ένα σύνολο κανόνων και εξισώσεων. Τί όμως εμψυχώνει τις εξισώσεις και δημιουργεί ένα Σύμπαν που περιγράφεται απ' αυτές; Η συνήθης προσέγγιση της φυσικής επιστήμης συνίσταται στο να κατασκευάζει ένα μαθηματικό μοντέλο και όχι να εξετάζει γιατί πρέπει να υπάρχει κάποιο Σύμπαν που να περιγράφεται από το μοντέλο αυτό. Για τί το Σύμπαν μπαίνει στον κόπο να υπάρχει; Είναι τόσο αναγκαία η ενιαία θεωρία που περιέχει την ίδια της την αυτοπραγμάτωση; Ή χρειάζεται ένας Δημιουργός; Και αν είναι έτσι, η ύπαρξη του έχει καμία άλλη επίπτωση στο Σύμπαν; Και ποιος δημιούργησε τον Δημιουργό;

Μέχρι σήμερα οι περισσότεροι φυσικοί ήταν πολύ απασχολημένοι με την ανάπτυξη νέων θεωριών που περιγράφουν το πώς είναι το Σύμπαν και δεν έθεταν το ερώτημα του γιατί υπάρχει ένα Σύμπαν που περιγράφεται από αυτές. Και αυτοί που η ασχολία τους είναι ακριβώς να θέτουν το ερώτημα του γιατί, οι φιλόσοφοι, δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν την πρόοδο των επιστημονικών θεωριών. Ώς τον 18ο αιώνα οι φιλόσοφοι θεωρούσαν πεδίο των ερευνών τους το σύνολο των ανθρώπινων γνώσεων, συμπεριλαμβανομένης της φυσικής επιστήμης, και έθεταν ερωτήματα όπως: «Είχε το Σύμπαν μία αρχή στον χρόνο;» Τον 19ο και τον 20ό αιώνα όμως η φυσική επιστήμη έγινε πολύ πολύπλοκη και μαθηματική για τους φιλόσοφους, όπως και για όλους, εκτός από μερικούς ειδικούς. Οι φιλόσοφοι περιόρισαν το πεδίο των ερευνών τους τόσο πολύ που ο Wittgenstein, ο πιο διάσημος φιλόσοφος του αιώνα μας, έλεγε ότι «ο μόνος σκοπός της φιλοσοφίας είναι η ανάλυση της γλώσσας». Πόση διαφορά από τη μεγάλη παράδοση της φιλοσοφίας από τον Αριστοτέλη ώς τον Kant!

Παρ' όλα αυτά, αν ανακαλύψουμε μία πλήρη ενιαία θεωρία σύντομα θα γίνει κατανοητή στις γενικές της αρχές από οποιονδήποτε, όχι μόνο από λίγους φυσικούς. Τότε θα μπορούμε όλοι, φιλόσοφοι, φυσικοί και απλοί άνθρωποι, να συμμετάσχουμε στη συζήτηση του γιατί συμβαίνει να υπάρχει το Σύμπαν και εμείς. Αν βρούμε την απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα έχει συντελεστεί ο τελικός θρίαμβος του ανθρώπινου νου — γιατί τότε θα έχουμε γνωρίσει το νου του Θεού.

Stephen W. Hawking
"Το Χρονικό του Χρόνου"

Απόσπασμα από το τελευταίο κεφάλαιο των συμπερασμάτων. Το βιβλίο από το 1988 έχει ξεπεράσει τα 10.000.000 πωλήσεων παγκοσμίως.
Κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κάτοπτρο.

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Ζωή επί πιστώσει, της Τασουλας Καραϊσκάκη



Από τη μια η ζωή, ή μάλλον οι στοιχειώδεις όροι για μια ζωή όπως την είχαμε συνηθίσει και από την άλλη τα διογκούμενα χρέη. Η αγωνία για την κατάρρευση της κοινωνικής μας εικόνας, και τα απανωτά δανεικά. Και κανένα φως στο τούνελ του χρόνου. Οδυνηρή ταλάντευση στο εκκρεμές των αντοχών μεταξύ ψυχικής καταβαράθρωσης και ελπίδας. Και η καθημερινότητα να σπρώχνει διαρκώς προς τα εμπρός...

...Και μολονότι οι στρόφιγγες των τραπεζών έχουν κλείσει και τα δάνεια χορηγούνται δύσκολα, η τάση δανεισμού παραμένει ισχυρή.

Οι χρεωμένοι Ελληνες μοιάζουν να μην μπορούν να μειώσουν δραστικά τον ρυθμό συσσώρευσης των χρεών τους. Είναι η άρνηση να υποχωρήσουν στη φτώχεια, να δεχθούν ότι δεν μπορούν να ζήσουν μια μέση καταναλωτική ζωή, ότι πρέπει να βγάλουν από το πρόγραμμα το κάλεσμα φίλων, την έξοδο για σινεμά, τα ιδιαίτερα του παιδιού.

Είναι η κεκτημένη συνήθεια της ζωής επί πιστώσει, της διά του δανεισμού ικανοποίησης των αναγκών. Τα παλιά χρόνια προηγούνταν η αποταμίευση, οι περικοπές από αλλού, η θυσία ορισμένων απολαύσεων για την πραγματοποίηση ενός ονείρου. Με τις κάρτες και τα δάνεια, τα πράγματα αντιστράφηκαν - απόλαυσε τώρα, πλήρωσε μετά. Τα δάνεια παρέχουν την ελευθερία διαχείρισης της ικανοποίησης.

Αλλά είναι και κάτι άλλο, πιο βαθύ. Εκείνο που βιώνει σήμερα κανείς δεν είναι η ενεργός παρουσία της ομάδας, ένα ζωντανό κοινωνικό σώμα, αλλά ένα σώμα καμωμένο από σημεία, αναφορές, διακριτικά των καταναλωτικών τάσεων και συρμών. Ο μέσος καταναλωτής οφείλει να διαθέτει ένα σύνολο αντικειμένων για να εξασφαλίσει τον τίτλο του πολίτη, το πιστοποιητικό πολιτιστικής υπηκοότητας. Είναι τόσο ισχυρή αυτή η τάση, που υπερκαλύπτει ως ένα βαθμό την αίσθηση κινδύνου της υπερχρέωσης. Μέσα από το δανεισμό για τη διατήρηση του κοινωνικού προφίλ διασφαλίζει ο καταναλωτής την κοινωνική του ενσωμάτωση. Ο μέσος Ελληνας δέχεται αδιάκοπα προκλήσεις, ερωτάται και καλείται να απαντήσει. Συχνά αγοράζει όχι για να ικανοποιήσει μια επείγουσα ανάγκη, αλλά για να απαντήσει σε μια ερώτηση που τον εμπλέκει στο συλλογικό τελετουργικό της διαβίωσης. Η επιλογή του αντικειμένου είναι μια δήλωση προτίμησης που του προσφέρει την κοινωνική του ταυτότητα. Αγοράζει άρα υπάρχει. Εχει λόγο γιατί έχει χρήμα. Δανεικό έστω. Επισφαλές, ακριβοπληρωμένο, κατευθυντήριο.

Η Καθημερινή, 4/12/2010

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

Η Παναγιώτα του τίποτα, του Δημ.Δανίκα



Θεούλη μου, τι πλάσμα είναι αυτό! Κάθε πρωί, εκεί κοντά στην Εμμανουήλ Μπενάκη. Σε ένα καφέ. Οπου μαζεύονται μεροκαματιάρηδες δικηγόροι, περαστικοί και σκαστοί ιδιωτικοί υπάλληλοι. Λίγο πριν από τη δουλειά. Μια ψυχούλα με το όνομα Παναγιώτα θα σου σερβίρει τον καφέ.

Το δέρμα της λευκό, λείο. Το πρόσωπό της καθαρό. Διάφανο. Το άγχος της πνιγμένο από το κουράγιο της. Μπαίνει, βγαίνει. Με μια κοιλίτσα φουσκωμένη. Το πρώτο παιδί, τη ρωτάω. Οχι, το δεύτερο, λέει και χαμογελάει. Και εξαφανίζει το απέραντο γκρίζο από μπροστά μου. Σε ποιον μήνα, ξαναρωτάω. Στον τέταρτο, λέει και ξαναχαμογελάει. Και μετά μπαίνει και με τον δίσκο ξαναβγαίνει. Παναγιώτα, δεν φοβάσαι μη και το χάσεις, τη ρωτάω. Τι να κάνω; Αν δεν δουλέψουμε, θα πεινάσουμε, λέει και πάλι χαμογελάει. Και ο άντρας σου; Στο εργοστάσιο, εργάτης μέσα στα χημικά. Και ξαναμπαίνει και ξαναβγαίνει. Αφήνοντας πίσω να σε σκοτώνει το χαμόγελό της το γλυκό.

Ετσι και έχεις μια τόση δα τσίπα μέσα σου, τότε θέλεις ν΄ ανοίξει η γη να σε καταπιεί. Εσένα και όλους του είδους σου. Και εκείνη τη στιγμή μου ΄ρχεται μπροστά στα μάτια μου το κοντράστο που με κάνει ακόμη περισσότερο να θέλω να εξαφανιστώ από προσώπου γης. Τόση η ντροπή μου. Για λογαριασμό τους, δηλαδή. Για λογαριασμό όλων αυτών των καρχαριών... Με όσα λεφτά την περιουσία τους να αβγατίσουν. Με όσα σπίτια, οικόπεδα, καταθέσεις και να αποκτήσουν. Ακόμη και ολόκληρο τον κόσμο να κατακτήσουν. Ποτέ και με τίποτα ευχαριστημένοι. Ούτε ακόμη από το παιδί τους. Και πολύ περισσότερο με την κατάμαυρη ψυχή τους. Ενα από τα βασικά αίτια της κατάθλιψης είναι η αχαριστία. Οσο περισσότερο ανικανοποίητος τόσο πιο κοντά στον ζουρλομανδύα. Οταν δεν έχεις τίποτα, τότε δεν έχεις να χάσεις τίποτα. Γι΄ αυτό χαμογελάει η Παναγιώτα τού τίποτα. Γιατί δεν έχει να φοβηθεί τίποτα!

Δημήτρης Δανίκας
Το Βήμα on line

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

τω κόσμω αφανής διετέλεις, ποιμήν των του πατρός σου προβάτων...


Ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα βιαζόμασταν να φύγουμε. Του είπα τον λόγο: θα πηγαίναμε να παρακολουθήσουμε μια συναυλία στο Ηρώδειο. Το ανέφερα έτσι σχεδόν επίτηδες για να δω τις αντιδράσεις του. Έμεινα κατάπληκτος Όταν και τον μουσουργό ήξερε και τον ερμηνευτή και μου μίλησε με πολύ εύστοχες παρατηρήσεις.

Ό Παπούλης της τετάρτης δημοτικού! Ρώτησα επίσης αυτούς πού πήγαιναν παλαιότερα από εμένα και ήξεραν περισσότερες λεπτομέρειες για τον Γέροντα... Του άρεσε εκτός από την καλλιέργεια της γης —με την οποία άλλωστε ή μεγάλη ήδη ηλικία του και ή ευαίσθητη υγεία του δεν του επέτρεπαν να ασχολείται για πολύ— να καταπιάνεται με τα τεχνικά. Ανέφερα κι όλος την δικής του έμπνευσης ξυλόσομπα, πού μας μάζευε τις χειμωνιάτικες μέρες μετά την εκκλησία κι αρχίζαμε ατέρμονες συζητήσεις περιμένοντας την ώρα να μας δει έναν-έναν ο Γέροντας, ενώ ή κυρά-Χαρίκλεια (ή σημερινή γερόντισσα Πορφυρία), αδελφή του γέροντα, μας φρόντιζε με καφέ και κάθε άλλο κέρασμα. Μαζευόντουσαν εκεί αδελφωμένοι θεολόγοι, κληρικοί —Έλληνες και Σέρβοι— δικαστές, φιλόσοφοι, γιατροί, παιδαγωγοί, καθηγητές, φοιτητές και είχε μια ζεστασιά ή συντροφιά που και να έσβηνε ή σόμπα δεν θα το νοιώθαμε.

Συχνά ρωτούσαμε τον Γέροντα για αποφάσεις και επιλογές στη ζωή μας. Είχε πάντα μιαν απάντηση. Άλλοτε αναμενόμενη και άλλοτε αναπάντεχη. Δεν συνιστούσε παραίτηση και απομάκρυνση από τις δραστηριότητες. Κάθε άλλο. Επέμενε όμως, στον απλό και φυσικό τρόπο ζωής στην εξοχή. Έναν περίπατο στο βουνό το θεωρούσε σπουδαία ψυχαγωγία. Ό αείμνηστος Παναγιώτης Νέλλας τον ρωτούσε συχνά για τη «Σύναξη» κι έπαιρνε τη σωστή απάντηση.

Είναι γνωστό ότι ό πατήρ Πορφύριος είχε διορατικό και προορατικό χάρισμα. Πολλοί πήγαιναν να εξομολογηθούν και τους αποκάλυπτε τις πράξεις τους. Όμως το χάρισμα αυτό το χρησιμοποιούσε με μεγάλη διάκριση και για λόγους ποιμαντικούς, όταν ήταν αναγκαίο. Σπάνια, όταν ήταν σε καλή διάθεση και έκανε τους μακρινούς περιπάτους του για να ξεκουραστεί λίγο, ρωτούσε με κείνο το καλοκάγαθο χαμόγελο του για διάφορες τοποθεσίες από την πατρίδα κάποιου της συντροφιάς. Κι ενώ δεν είχε πάει ό ίδιος, τον διέκοπτε και συνέχιζε την περιγραφή. Αυτό το χάρισμα του προκαλούσε πολλές στενοχώριες. Πολλοί το παρεξηγούσαν και πήγαιναν σ' αυτόν χωρίς μετάνοια και πίστη στο Θεό, απλώς και μόνο από περιέργεια ή για να πληροφορηθούν τα μέλλοντα. Ό Γέροντας πολύ στενοχωριόταν σ' αυτές τις περιπτώσεις και φυσικά τηρούσε την ανάλογη στάση. Κάποτε όμως κι άνθρωποι πού ξεκινούσαν από τέτοιες «πονηρές» προθέσεις έβρισκαν στον Γέροντα την πίστη και τη σωτηρία τους. Άλλος πάλι πειρασμός ήταν κάποιοι αιρετικοί ή και πλανεμένοι (γλωσσολαλιές κλπ.) Ό Γέροντας ήταν κατηγορηματικός και απόλυτος σ' αυτές τις περιπτώσεις και διεχώριζε απερίφραστα τη θέση του, στηλιτεύοντας την πλάνη τους και καταδικάζοντας την αίρεση. Γιατί ό ίδιος τόνιζε πάντα την μόνη σωτήριο οδό, πού είναι ή Εκκλησία και όχι κάποιες «προσωπικές» ή άλλου ανάλογου είδους «κινήσεις».

Ό πατήρ Πορφύριος πρόσφερε το λόγο της σωτηρίας και έδινε την ανάπαυση στις ψυχές απλά, χωρίς προκαθορισμένο πρόγραμμα, ομιλίες, «εκδηλώσεις» κλπ. Καθισμένος στα βράχια ή κατάχαμα μας αποκάλυπτε μυστήρια κι αλήθειες. Μιλώντας για τη μεγάλη σημασία πού έχουν οι μετάνοιες και δείχνοντας μας το σωστό τρόπο με τον όποιο πρέπει να γίνεται ή «μετάνοια», μας ερμήνευε τη σημασία της μετοχής του σώματος στην προσευχή και την ενότητα της ψυχοσωματικής υπόστασης του ανθρώπου. Μα εκείνο πού φυσικά τον έκαμε να λάμπει με παιδιάστικη χαρά ήταν να μιλάει για τη νοερά προσευχή. Με την καθαρή, λίγο αδύναμη, φωνή του και με χαριτωμένη χειρονομία, υπογραμμίζοντας, έλεγε αργά μιά-μιά τις λέξεις «Κύριε, ημών, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Και πρόσθετε «Εμένα μου έδωσε τη χάρη ν' ασχοληθώ πολύ με αυτή την εργασία». Εργασία ονόμαζε την άσκηση του στην καρδιακή προσευχή. «Αυτή ή εργασία είναι πολύ χρήσιμη για όλους τους πιστούς. Καθαρίζει την ψυχή και κρατάει τον νου». Στις περισσότερες συζητήσεις κάτι θα έλεγε για την ευχή...

Το σπουδαιότερο Όμως Έργο ετελεσιουργείτο μέσα στον άδυτο χώρο της ψυχής του καθενός. Κι αυτό μένει ερμητικά κλεισμένο, γνωστό μόνο στον Θεό και σ' αυτούς πού δέχονται την ευεργετική αύρα της θείας ενέργειας. Έτσι αυτά δεν λέγονται και δεν γράφονται. Όμως και οι άλλοι βλέπουν κάποτε συγκλονιστικές αλλαγές σε ανθρώπους πού μοιάζουν να έχουν φτάσει στο βάθος της αβύσσου• να μεταβάλλονται τώρα σε τέκνα φωτός.

Τα τελευταία χρόνια ήταν τις περισσότερες ώρες στο κρεβάτι. Άλλωστε, όλη τη ζωή του ήταν φιλάσθενος και αδύναμος. Αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να πηγαίνει συχνά, συχνότατα στο Άγιο Όρος και κάλλιστα στο δυσπρόσιτο τόπο του κελιού του. Ούτε τον εμπόδιζε από το να παλεύει συχνά με τους δαίμονες σώμα με σώμα, για να ελευθερώσει από τη δυναστεία του πονηρού τις ψυχές βασανισμένων ανθρώπων, που προσέτρεχαν ζητώντας τη βοήθεια του. Γαλήνιος πάντα, όταν δεν μπορούσε σχεδόν να μιλήσει, ευλογούσε από το κρεβάτι του και ψιθύριζε πώς μας σκέφτεται και προσεύχεται για μας.

Ό πατήρ Πορφύριος τώρα έφυγε για τον Ουρανό, περνώντας από την πύλη του ουρανού, το Άγιον Όρος. Κι από κει μας ευλογεί. Και εμείς κρατάμε στην καρδιά μας την ιερή ανάμνηση του πολύτιμη παρακαταθήκη.

Γαληνεύει ή ψυχή μας με την εικόνα εκείνη της πραότητας και της ειρήνης του κοντόσωμου με τον μαύρο μάλλινο σκούφο Γερούλη, πού ό Θεός εχαρίτωσε στους έσχατους τούτους καιρούς για να στηρίξει τις ψυχές των σημερινών ορθοδόξων.

Νίκος Ζίας
Πηγή


Στις 19 Νοεμβρίου (με το παλαιό) ή 2 Δεκεμβρίου (με το νέο ημερολόγιο) του 1991, εκοιμήθη ο μακαριστός Γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης κατά κόσμον Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης. Ας έχουμε την ευχή του.

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Τα ελληνικά είναι τραγούδι, του Διον. Σαββόπουλου


Τα ελληνικά είναι τραγούδι
Πρέπει να σας πω ότι δεν ήμουν πάντοτε υπέρ των τόνων.
Τούς θεωρούσα διακοσμητικά στολίδια, κατάλοιπα άλλων εποχών, που δεν χρειάζονται πια. Και καθώς δεν ήμουν ποτέ καλός στην ορθογραφία, το μονοτονικό με διευκόλυνε... Ώσπου συνέβη το εξής:
Είχα βρεθεί για ένα διάστημα ν’ ακούω συστηματικά, καινούργια ανέκδοτα τραγούδια, επωνύμων και ανωνύμων, για λογαριασμό τής δισκογραφικής εταιρείας “ Λύρα”, προκειμένου αυτή να τα ηχογραφήσει ή να τα επιστρέψει στους συνθέτες.
Είναι δύσκολο ν’ απορρίπτεις και ακόμα δυσκολότερο να εξηγείς το γιατί...

Το πράγμα με απησχόλησε. Έφερνα στο μυαλό μου μεγάλες ωραίες επιτυχίες, παλιά τραγούδια (…) και τα συνέκρινα μ’ αυτά που απέρριπτα, ώσπου μετά από μήνες διεπίστωσα κάτι πολύ απλό: Όταν μια μουσική μετατρέπει συστηματικά τις μακρές συλλαβές σε βραχείες ή όταν ανεβάζει την φωνή εκεί όπου υπάρχει απλώς μια περισπωμένη, ενώ την κατεβάζει συστηματικά εκεί που υπάρχει ψιλή οξεία, όταν δηλαδή η μουσική κινείται αντίθετα -προσέξτε, αντίθετα όχι στο ρυθμό τού ποιήματος, αλλά αντίθετα στις αναλογίες τονισμού και αντίθετα στην ορθογραφία του- τότε όσο έξυπνη και να ‘ναι, κάνει το τραγούδι δυσκίνητο και ασθματικό.
Στα πετυχημένα τραγούδια δεν συμβαίνει αυτό. Βέβαια, όταν γράφει κανείς πάνω σ’ ένα ρυθμό ή σ’ ένα μουσικό δρόμο, πρέπει να ακολουθήσει τα καλούπια τους, οπότε θα υπάρχουν σημεία όπου αυτή η πείρα που περιέγραψα, δεν τηρείται.
Αυτό όμως θα συμβεί μόνον όταν δεν γίνεται αλλιώς. Και πάντα η βιασμένη λέξη θα τοποθετείται έτσι ώστε να προηγούνται και να έπονται επιτυχείς στιγμές, ώστε να μειώνεται η εντύπωση τής ατασθαλίας, η οποία έτσι συνδυασμένη ωφελεί, διότι το τραγούδι αλλιώς θα ήταν μηχανικό. Κάτι τέτοιο δεν το είχα προσέξει. Και ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα ότι οι τόνοι και τα πνεύματα ίσως να μην ήταν διακοσμήσεις, ίσως να είχαν λόγο.(…)

Μέσα στο στούντιο είχα και δύο εκπλήξεις. Να η πρώτη: Προσπαθώντας να ακούσω την διαφορά οξείας και περισπωμένης, διάβασα την φράση: “ Λυγά πάντα η γυναίκα”. Το “ πάντα” ακούγεται ψηλότερα από το “ λυγά” που παίρνει περισπωμένη. “ Λυγά πάντα η γυναίκα’ ακούγεται όμως περιέργως ψηλότερα κι από το “ γυναίκα”, που όμως παίρνει οξεία. Γιατί άραγε; Τηλεφώνησα σ’ έναν φίλο και έμαθα ότι η “ γυναίκα” οφείλει να παίρνει παρισπωμένη, διότι είναι τής τρίτης κλίσεως, η οποία όμως καταργήθηκε, γι’ αυτό πήρε οξεία η “ γυναίκα”.
Να λοιπόν, που από άλλο σημείο ορμώμενος, αναγκάστηκα να συμφωνήσω ότι κακώς καταργήθηκε η τρίτη κλίση αφού στην φωνή μας εξακολουθεί να υπάρχει “ Λυγά πάντα η γυναίκα” λοιπόν και παίρνει και περισπωμένη.

Η δεύτερη έκπληξη: Έδωσα σ’ έναν ανύποπτο νέο, που παρευρισκόταν στο στούντιο, να διαβάσει λίγες φράσεις. Εκεί μέσα είχα βάλει σκοπίμως την ίδια λέξη ως επίθετο και ως επίρρημα, διότι είχα πάντα την περιέργεια να διαπιστώσω αν προφέρουμε διαφορετικά το ωμέγα από το όμικρον. Ακούστε τις φράσεις:
Είν’ ακριβός αυτός ο αναπτήρας. Ας μην είν’ ωραίος, έχει την αξία του. Ναι, ακριβώς αυτό ήθελα να πω”.Ακουστικώς δεν παρατήρησα διαφορά. Έκοψα τις δύο λέξεις και τις κόλλησα την μία κατόπιν της άλλης. Ακούστε το!
“ Ακριβός… ακριβώς”.

Ελάχιστη διαφορά στο αυτί’ ο ηχολήπτης μόνον επέμενε ότι το δεύτερο είναι κάπως πιο φαρδύ. Ας το ξανακούσουμε:
“ Ακριβός… ακριβώς”.
Ασήμαντη διαφορά. Συνδέσαμε τότε τον παλμογράφο. Να το διάγραμμα του επιθέτου ακριβός, όπως προέκυψε, και να το πολύ πλουσιότερο τού επιρρήματος. Δεν είναι καταπληκτικό;
Όταν το είδα, τα μηχανήματα του στούντιο μού φάνηκαν σαν όργανα του παραμυθιού. Ο παλμογράφος μού φάνηκε σαν μια σκαπάνη που, κάτω από το έδαφος της καθημερινής ομιλίας, ανακαλύπτει αυτό που δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει, έστω μέσα σε χειμερία νάρκη, αυτό που συνειδητοποίησαν και προσπάθησαν να μνημειώσουν οι Αλεξανδρινοί δύο χιλιάδες χρόνια πριν.
Τίποτε δεν χάθηκε.
Όλα υπάρχουν.
Αρκεί να προσέξουμε αυτό το τραγούδι της καθημερινής ομιλίας που πηγαινοέρχεται συνεχώς ανάμεσά μας. Ακούστε πώς ηχούν οι τονισμοί. Ακούστε τα μακρά. Ακούστε την λαϊκή τραγουδίστρια πώς αποδίδει το ωμέγα ή την ψιλή οξεία (…).

Τέλος, ακούστε την θεία φωνή του Ανδρέα Εμπειρίκου, την παράξενη απαγγελία που κυνηγά την λάμψη της οξείας, τον πλούτο της διφθόγγου, τους τόνους και την ορθογραφία, σαν μουσικά σύμβολα μιάς φωνής που προϋπάρχει αδιάκοπα και οδηγεί το ποίημα.(…)
Δεν περιφρόνησα καμμιά άποψη και δεν κολάκευσα καμιά. Προσπάθησα να πω τρείς φορές τρείς αλήθειες.
Πρώτον: Τα ελληνικά είναι τραγούδι. Κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να απλοποιήσει ένα τραγούδι ή να το δει πρακτικά. Γιατί να δούμε λοιπόν τα ελληνικά, πρακτικά;
Δεύτερον: Όποιος σταθεί αλαζονικά απέναντι στα ρεφρέν που τον ψυχαγώγησαν διά βίου, στρέφεται εναντίον της προσωπικής του ιστορίας και πίστης. Τα ίδια μπορεί να πάθει ένας λαός με την γλώσσα. Ιδίως αν η γλώσσα του είναι τα ελληνικά.
Τρίτον: Τα ελληνικά ως τραγούδι είναι ανυπόφορα δύσκολα. Κανείς δεν τα βγάζει πέρα με τα ελληνικά. Απέναντι στα ελληνικά θα είμαστε πάντα φάλτσοι και αγράμματοι. Αλλά τί να γίνει; Σημασία έχει η συνείδηση ότι τα μιλάμε, όχι για να γίνουμε δεξιοτέχνες, αλλά για να γίνουμε άνθρωποι.
Ευχαριστώ.

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Χαρμολύπη...


Δεν ξέρω αν είναι μελαγχολικοί οι έρωτες. Χαρμόλυποι θα 'λεγα. Και το ένα και το άλλο. Δηλαδή άγρια χαρά και άγρια λύπη. Χαρά γιατί καίγεται ο εαυτός σου, κινητοποιείται ο οργανισμός σου, τα κύτταρά σου τρέχουν, προχωρούν με μεγάλα άλματα ή τρέχουν. Λύπη γιατί ποτέ δεν κατακτάς εκείνο που θέλεις. Εγώ πάντα είχα την αίσθηση, ήθελα τον Θεό και έβρισκα τους αγγέλους. Η μελαγχολία μου θά ΄λεγα ότι είναι προϊόν των τελευταίων δυο χρόνων. Βέβαια υπάρχει μια κατάθλιψη των τελευταίων δυο χρόνων. Προέρχεται βασικά, ότι δεν βρίσκω τόση ένταση γύρω μου, είτε στο πεδίο της πολιτικής, είτε στο προσωπικό μου πεδίο, όση θα ήθελα. Προέρχεται από το ότι η κοινωνία, αυτή που κάποτε την ανεχόμουν γιατί είχα ζήσει μέσα της, από τη στιγμή που μαθαίνεις να ζεις δίχως αυτήν, μετά δύσκολα την υποφέρεις. Δηλαδή, μου είναι κάπως αφόρητο να βρεθώ στον κόσμο των μεγαλοαστών, στα πάρτυ ξέρω 'γω της κοινωνίας τους, σκυλοβαριέμαι όταν τους βλέπω... Λοιπόν, να ένας πρώτος λόγος, ο δεύτερος λόγος είναι πολιτικός, κοινωνικός, ερωτικός. Τρίτος λόγος είναι ότι συμβαίνουν πράγματα που στην αρχή τα υφίστασαι, μετά όμως σε κουράζουν. Δηλαδή, μ' έχει κουράσει αυτή η αντιπαλότητα των διπλωματών όταν κι απ' την άλλη μεριά δεν μπορείς να κάνεις αυτοκριτική, να πεις κάνω λάθος, γιατί έχεις όλο τον έπαινο του δήμου και ξαφνικά έχεις την αντιπαλότητα ορισμένων κύκλων. Μ' έχει κουράσει - ακόμη ότι και στον άμεσο χώρο που ζω, υπάρχει αγάπη, υπάρχει φιλία, υπάρχουν όλα αυτά, αλλά δεν υπάρχει πάθος. Και χωρίς πάθος εγώ δύσκολα ζω, ακόμα και δω που ζω στην εξοχή. Κι αυτό μου λείπει. Δηλαδή, εγώ έχω ανάγκη την πυρκαγιά!

Κωστή Μοσκώφ, Στα όρια του Έρωτα και της Ιστορίας
Εκδόσεις Ιανός
Πηγή

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Το συμπέρασμα...


Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

Τής αρρήτου σοφίας θεοπτικώς, εξαντλήσας τόν πλούτον...


Συναξάριον

Τή ΙΓ’ τού αυτού μηνός, Μνήμη τού εν Αγίοις Πατρός ημών Ιωάννου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, τού Χρυσοστόμου.


Στίχοι
Μύσας ο χρυσούς Ιωάννης τό στόμα,
Αφήκεν ημίν άλλο τάς βίβλους στόμα.
Αμφί τρίτην δεκάτην σίγησεν χρύσεα χείλη.


Καθισμα Ήχος πλ. δ’


Τής αρρήτου σοφίας θεοπτικώς, εξαντλήσας τόν πλούτον τόν γνωστικόν, πάσιν εθησαύρισας, ορθοδοξίας τά νάματα, τών μέν πιστών καρδίας, ενθέως ευφραίνοντα, τών δέ απίστων αξίως, βυθίζοντα δόγματα, όθεν δι’ αμφοτέρων, ευσεβείας ιδρώσιν, εδείχθης αήττητος, τής Τριάδος υπέρμαχος, Ιωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε Χριστώ τώ Θεώ, τών πταισμάτων άφεσιν δωρήσασθαι, τοίς εορτάζουσι πόθω, τήν αγίαν μνήμην σου.

Μηναίο μηνός Νοεμβρίου

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

Η Ψήφος, του Στάθη




...η δημοκρατία είναι κι αυτή παιδί τού των πάντων πατρός πολέμου -γεννήθηκε όταν οι γεωργοί συμπαρατάχθηκαν στη φάλαγγα με τους γαιοκτήμονες και, μετέχοντας στους ίδιους κινδύνους, απαίτησαν λόγο στη λήψη των αποφάσεων, δηλαδή πολιτικά δικαιώματα.

Με έναν τρόπο ο οπλίτης γέννησε τον πολίτη, με το όπλον (την ασπίδα) και τον λόγο στην Αθήνα, με «το σπαθί και το άροτρον» στη Ρώμη -περίπου την ίδια αρχαϊκή εποχή.

Στην αρχή η δημοκρατία υπήρξε «δρακόντεια» κι ύστερα τιμοκρατική- κι έχω την εντύπωση ότι έκτοτε τιμοκρατική παραμένει. Στην κλασσική Αθήνα, για τα περίπου 50 χρόνια που διήρκεσε η δημοκρατία στη χρυσή της εκδοχή, υπήρξε άμεση μόνον ως προς τους ελεύθερους πολίτες κι επί μισθώ ψηφοφόρους, αυστηρή «ισλαμικώ τω τρόπω» με την εφαρμογή των νόμων, οι οποίοι συχνά δεν ήταν παρά ένα όπλο των πλουσίων εναντίον των φτωχών ή των φτωχών εναντίον των πλουσίων, αναλόγως των ταλαντώσεων που προκαλούσε στους πολιτικούς συσχετισμούς η ταξική πάλη. Αλλοτε ο δήμος εθεωρείτο σοφός κι άλλοτε όχλος, αναλόγως του ποιος είχε το πάνω χέρι (πριν να του πάρουν το κεφάλι).

Η ισηγορία και η ισονομία, αλλά ποτέ η ισότητα (ή η αδελφοσύνη), χαρακτήρισαν την Αθηναϊκή Δημοκρατία, μια κοινωνία πατριαρχική και φυλετική στο εσωτερικό της, ιμπεριαλιστική στην εξωτερική της πολιτική, που σε ορισμένους τομείς υπήρξε κατώτερη απ' τη στρατιωτική δημοκρατία της Σπάρτης (όπως στην αγωγή ή την υπεράσπιση της κοινής ελευθερίας) και που εν τέλει διαλύθηκε απ' τη στρατιωτική ολιγαρχία της Μακεδονίας.

Αφήνοντας όμως πίσω της μια ακατάλυτη κληρονομιά στους αιώνες: την ψήφο.

Και: την ελευθερία του λόγου.

Ακόμα και στην πιο αριστοκρατική και ολιγαρχική εκδοχή της δημοκρατίας, στην προαυτοκρατορική Ρώμη, η ψήφος, ακόμα και μετρημένη σε εκατονταρχίες (100 πολίτες = μία ψήφος) ήταν απαραίτητη για να δείξει ο λαός ποιος (απ' τους αριστοκράτες συνήθως) ήθελε να τον κυβερνήσει.

Από τότε η ψήφος έχει περίπου την ίδια έννοια που έχει και σήμερα: ο λαός δεν ψηφίζει για να αυτοκυβερνηθεί, αλλά για να επιλέξει (και να εκλέξει) ποίος, ποιοι θα τον κυβερνήσουν(...)

Ομως η δύναμη του λαού ακόμα και με τις αυταπάτες του είναι τόσον τρομερή που η αυτοκρατορική Ρώμη απέφυγε να απεκδυθεί, ώσπου έσβησε στη Δύση, τη δημοκρατική της επίφαση.

Ακόμα και στο Βυζάντιο ο απόηχος της απόμακρης δημοκρατικής παράδοσης αποτυπώνεται στη νομιμότητα της «βασιλείου τάξεως», του Συντάγματος, εφ' όσον ασκείται υπέρ του λαού (με τη θέληση του Θεού) και στην «τυραννίδα», όταν στρέφεται εναντίον του. Μάλιστα η ανατροπή του «Τυράννου» εμπεριέχει δημοκρατική νομιμοποίηση, διότι αποκαθιστά το δίκαιο, παραμένει ένα «νόμιμο επαναστατικό» δικαίωμα του λαού (ή της αριστοκρατίας που το υφαρπάζει στο όνομά του).

Οπως και να 'χει, ο άνθρωπος-πολίτης, από τη στιγμή που για πρώτη φορά εψήφισε, γεύθηκε τον καρπό της γνώσης (και της επιλογής ανάμεσα στο καλό και το κακό έτσι όπως ο ίδιος το προσδιορίζει, είτε με την ελεύθερη βούλησή του είτε με την πελατειακή του σχέση). Κι έτσι κάνοντας άλματα μέσα στον χρόνο η δημοκρατία εμφανίζεται, εξαφανίζεται, επανεμφανίζεται μέσα σε μια ποικιλία εκδοχών, από την αριστοκρατική δημοκρατία της Φλωρεντίας, έως την κοινοβουλευτική τού Κρόμβελ κι από την επαναστατική αστική δημοκρατία που έδωσε στον κόσμο η Γαλλική Επανάσταση και έως τις λαϊκές δημοκρατίες που γεννήθηκαν μετά την Οκτωβριανή.

Σε όλες αυτές τις δημοκρατίες το κουμπί της Αλέξαινας (για να λειτουργήσουν) είναι η ψήφος, η ουσία τους (και η ανυπέρβλητη γοητεία του ατελούς αυτού πολιτεύματος) είναι η ελευθερία του λόγου και της διακίνησης των ιδεών, ενώ το πού πάνε σχετίζεται με την ταξική πάλη. Οι λαϊκές δημοκρατίες, για παράδειγμα, υποβαθμίζοντας ή καταργώντας την ελευθερία του λόγου, κατάργησαν κάθε μηχανισμό αυτοελέγχου και, παρ' ότι πρόσφεραν πολλά στους λαούς τους, εξαερώθηκαν(...)

Παρά ταύτα, και ίσως διά ταύτα, στη φάση που είμαστε, στη νηπιακή ακόμα και παιδαριώδη ηλικία της ανθρωπότητας, οι πολίτες εξακολουθούν να έχουν ένα όπλον (μιαν ασπίδα), την ψήφο τους. Κι έναν λόγο, τη λογική τους για να διαλέγουν (και να εκλέγουν) με ποιον θα συμπαρατάσσονται κάθε φορά. Με τον ίδιον εαυτόν λαό ή με τους λαοπλάνους;

Η δημοκρατία είναι θέμα ψήφου κι ελευθερίας. Δηλαδή ταξικής πάλης. Μπορεί να είναι η δημοκρατία των Δυνατών (με την έγκριση της ψήφου των πολλών) και μπορεί να γίνει η δύναμη (το κράτος) του λαού, ώσπου κάποια στιγμή αυτό το «γίνει» να φύγει απ' την ευκτική τού «γένοιτο» και να μπει σε ενεστώτα διαρκείας, να «γίνεται».

Καλό βόλι.

ΣΤΑΘΗΣ Σ. 5.ΧΙ.2010
Ελευθεροτυπία

Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010

Μια φορά κι έναν καιρό...

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε μια πολύ άσχημη πόλη. Βία, εγκλήματα, κυκλοφοριακό, ατυχήματα, ναρκωτικά, βρωμιά και γκρίζοι δυστυχισμένοι πολίτες. Και δεν ήταν καμιά μικρή πόλη, είχε έξι εκατομμύρια κατοίκους που είχαν παραδοθεί εντελώς στην μαυρίλα.

Ένα πρωί, ο διευθυντής του Πανεπιστημίου της πόλης που ήταν μαθηματικός και φιλόσοφος, εκεί που πήγαινε στη δουλειά του και βλέποντας την κατάντια της πόλης του, πήρε μια πολύ περίεργη απόφαση. Δήλωσε την παραίτησή του στο Πανεπιστήμιο, λέγοντας πως ήθελε να διευρύνει την διδασκαλία του και στα έξι εκατομμύρια κατοίκους. Στους μαθητές του στο Πανεπιστήμιο, ο καθηγητής αυτός ήταν γνωστός για τους περίεργους τρόπους διδασκαλίας του. Γενικά, εφεύρισκε αστείους και εντελώς ανορθόδοξους τρόπους για να πετυχαίνει το σκοπό του και περιέργως, πάντα τα κατάφερνε. Για την προεκλογική καμπάνια του λοιπόν, φόρεσε μια στολή σούπερμαν, αυτοχρίστηκε 'υπερπολίτης' και αμολήθηκε στους δρόμους βάζοντας ταυτόχρονα υποψηφιότητα για δήμαρχος. Έφερε πολύ γέλιο στον κόσμο αλλά επειδή όπως έλεγαν, είχε αρκετά ειλικρινή φάτσα, τον ψήφισαν.

Ο καινούργιος δήμαρχος όμως δεν είχε καμία σχέση με τους προηγούμενους. Η πρώτη του κίνηση ήταν να προσλάβει 20 μίμους και να τους σκορπίσει στους δρόμους της πόλης. Η δουλειά τους ήταν να κοροϊδεύουν όσους παραβίαζαν τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Σιγά, θα μου πείτε. Οι πολίτες όμως (που εννοείται δεν τηρούσαν τους κανόνες οδικής συμπεριφοράς), άρχισαν να συμμορφώνονται γιατί αποδείχτηκε πως τους πείραζε πολύ περισσότερο η δημόσια κοροϊδία, παρά τα πρόστιμα. Αμέσως μετά, βγήκε σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές και έκανε ντους, κλείνοντας την παροχή νερού ενώ σαπουνιζόταν, για να δείξει στους πολίτες πώς μπορούν να εξοικονομούν νερό. Και βουαλά! Η κατανάλωση νερού αμέσως έπεσε. Όρισε Ημέρα Γυναίκας όπου οι άντρες θα φρόντιζαν τα παιδιά και οι γυναίκες θα έβγαιναν βόλτα στην πόλη. Αυτό, ήταν ανήκουστο γιατί η συγκεκριμένη πόλη ήταν πολύ επικίνδυνο μέρος τα βράδια, ενώ οι γυναίκες δεν έβγαιναν βόλτες σχεδόν ποτέ ως τότε... 700.000 γυναίκες γέμισαν τους δρόμους πανηγυρίζοντας ενώ ακόμη και o αρχηγός της αστυνομίας ήταν γυναίκα εκείνο το βράδυ.

Μίμος σατιρίζει οδηγό κρατώντας την πινακιδα Incorrecta (Λάθος)

Το καλύτερο; Μοίρασε στους πολίτες ταμπέλες με thumbs up και thumbs down για να επιδοκιμάζουν ή να αποδοκιμάζουν δημόσια τις πράξεις των συμπολιτών τους. Γενικώς σκαρφιζόταν αστείες ή περίεργες καμπάνιες για κάθε τι που ήθελε να πετύχει, όπως όταν ζήτησε να του τηλεφωνήσει (στο προσωπικό του γραφείο μάλιστα) όποιος πολίτης συναντούσε έστω κι έναν υποδειγματικό ταξιτζή. Σύντομα, 150 τηλεφωνήματα συντέλεσαν στο να δημιουργηθεί ομάδα ταξιτζίδων που ο δήμαρχος ονόμασε Ιππότες της Ζέβρας και είχαν την προσωπική του υποστήριξη. Ίδρυσε επίσης ταμείο εθελοντικών φόρων για όσους ήθελαν να δώσουν παραπάνω χρήματα (!) στο δημοτικό ταμείο. Φυσικά και μάζεψε χρήματα. Τέλος, προσπαθώντας να δείξει πόσο σημαντική είναι η ανθρώπινη ζωή, ζωγράφισε αστέρια σε κάθε σημείο θανάτου από τροχαίο στην πόλη, πράγμα εξαιρετικά έξυπνο γιατί το αποτέλεσμα ήταν πανέμορφο αλλά και ιδιαίτερα σοκαριστικό.

Όχι, δεν είναι παραμύθι. Πρόκειται για τον Κολομβιανό Antanas Mockus, τον δήμαρχο της Μποκοτά το 1993. Μετά το πέρας της θητείας του, ο παράξενος αυτός δήμαρχος, ξεκίνησε διαλέξεις αναλύοντας τα συμπεράσματά του από το κοινωνικό του πείραμα. Ένα από τα συμπεράσματά του είναι πως η γνώση δίνει δύναμη αρκεί να καταφέρεις να τη μεταδώσεις μέσω της τέχνης, του χιούμορ και της δημιουργικότητας. Μόνο έτσι οι άνθρωποι αποδέχονται τις αλλαγές.

Το πλήρες κείμενο και τα αποτελέσματα των πρακτικών του Antanas Mockus σε νούμερα από την επίσημη εφημερίδα του Harvard University

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι, χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν..


Είκοσι πέντε αιώνες μετά τη γέννησή της, και με αφορμή την επέτειο των 2.500 χρόνων από τη Μάχη του Μαραθώνα, η μαρμάρινη Νίκη του Καλλίμαχου δεσπόζει πλέον στην αίθουσα των αρχαϊκών γλυπτών του Νέου Μουσείου Ακρόπολης...

Ο Καλλίμαχος, ένας από τους εννέα άρχοντες της Αθήνας, αρµόδιος για το στράτευµα, κλήθηκε παραµονή της μάχης μαζί με τους δέκα στρατηγούς της πόλης να αποφασίσει για το αν και πού πρέπει οι Αθηναίοι να αντιµετωπίσουν τους Πέρσες.

Οι πέντε στρατηγοί σκέφτηκαν πώς μια πόλη θα τα βάλει με μια αυτοκρατορία και προτιµούσαν να μην αντιδράσουν άµεσα, αλλά να περιµένουν να γεµίσει το φεγγάρι ώστε να έρθουν σε βοήθεια οι Σπαρτιάτες. Οι άλλοι τέσσερις τάχθηκαν µε τον ενθουσιώδη Μιλτιάδη. Η ισοψηφία δεν µπορούσε να οδηγήσει σε λύση. Ο Μιλτιάδης απευθύνεται στον Καλλίµαχο και του λέει: «Όλα κρέµονται από πάνω σου». Και ο Καλλίµαχος έριξε την ενδέκατη ψήφο υπέρ της αναµέτρησης στον Μαραθώνα.

«Ο άνθρωπος που είχε αµφισβητήσει τη σηµασία της µάχης ή πάντως τη σηµασία του χρόνου της µάχης πέθανε χωρίς καµιά αµφιβολία ότι ήταν σηµαντικό να δώσει τη ζωή του γι' αυτήν. Και εκεί βασίζεται η δύναµη της δηµοκρατίας: ότι µια επιλογή δηµοκρατική είναι πάντα πολύ πιο ισχυρή από µια επιλογή που γεννιέται από ένα αυταρχικό καθεστώς διότι άπαξ και παρθεί εκπροσωπεί όλους. Σήµερα λοιπόν δεν αποκαλύπτουµε ένα µνηµείο ενός ακόµη ηρωικού στρατηγού αλλά µιας δηµοκρατικής διαδικασίας, µιας δηµοκρατικής ψήφου που άλλαξε τον ρου της Ιστορίας» είπε κατά τα αποκαλυπτήρια της Νίκης ο υπουργός Πολιτισµού και Τουρισµού Παύλος Γερουλάνος.

Πηγή : http://news.in.gr/culture/article/?aid=1231065089

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού...


Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο (...)

Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετο, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως (...)

Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που 'χαν λευκάνει απ' τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του '97 ή του '12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα - έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ' αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.

Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε απ' τ' άλλο μέρος να' ρχονται οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι: «Οϊ Οϊ, μάνα μου», «οϊ οϊ, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που 'λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου...


Οδυσέα Ελύτη, Η πορεία προς το Μέτωπο
Άξιον Εστί (1959)

Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010

Μοιρολόι...



Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Τι θα γίνει λοιπόν...


Ίσως
αν εξαιρέσουμε τους Αναχωρητές
να 'μαι ο τελευταίος παίκτης
που ασκεί τα δικαιώματά του

οίηση

τι πάει να πει
κέρδος δεν καταλαβαίνω

ένας Πανσέληνος που ζωγραφίζει ενώ δεν υπάρχει Θεός
και αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο..

Μένουμε σαν ασυρματοφόρα
παρατημένα μες στην έρημο και αχρηστευμένα εδώ κι αιώνες
απελπιστικά παλεύοντας τα κύματα
να βρούνε δέκτη
δέσμες ήχων μουσικής

ηλεκτρονικής.

Τι θα γίνει λοιπόν όταν
κάποτε λήξουν οι κοινωνικοί αγώνες όταν οι εφευρέσεις
αυτοαχρηστευθούν τα αιτήματα όλα ικανοποιηθούν

κενό

που μέσα του θα πέσουν (και καλώς να πέσουν)
όσοι γυρίζουν τον τροχό για τον Τροχό..



Οδ. Ελύτη, Ο Κήπος Βλέπει
Τρία ποιήματα με Σημαία Ευκαιρίας (1982)

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Στο πανηγύρι του Αγίου Ευσταθίου, του Νίκου Γ. Ξυδάκη



Στο Αγιον Ορος μπαίνεις από θαλάσσης, σαν νησί. Περιπλέεις τη χερσόνησο, συμπαγή ή αραιότερα δάση, βουνοπλαγιές, διάσπαρτα κτίσματα, πύργους, αρσανάδες, ερειπιώνες, κτιριακά συγκροτήματα - από τον ύστερο Μεσαίωνα ώς σήμερα, χίλια συμπαγή χρόνια. Αυτός ο συμπαγής χρόνος σε κάνει να νιώθεις μες στο αγιορείτικο βαπορέτο σαν να προσεγγίζεις τη Βενετία, τη θαλασσινή πολιτεία (...) Η Φύση προετοιμάζει τον προσκυνητή, τον αμύητο, τον περιηγητή, με καστανιές, πλατάνια, κυκλάμινα, βατόμουρα, φτέρες. Συχνά βρέχει.

Για τι τον προετοιμάζει; Το Ορος δεν είναι ένα. Η παράδοσή του δεν είναι μία και ενιαία, είναι πολυσχιδής, πληθωρική, ποικίλη, οι μονές δεν είναι ίδιες, οι σκήτες διαφορετικές, τα κελιά, τα καθίσματα, οι καλύβες, όλα έχουν δικό τους χαρακτήρα. Τον χαρακτήρα των μοναχών που τα εμψυχώνουν κάθε ιστορική στιγμή, συνεχίζοντας την παράδοση. Η ανανεούμενη παράδοση: αυτή είναι ένας πυρήνας. Παράδοση μοναχικού βίου και ησυχασμού· διαρκής συνομιλία με τους κεκοιμημένους: στη σαββατιάτικη τράπεζα, με το καμπανάκι του ηγούμενου, όλοι γεύονται τα κόλλυβα και σχωρνάνε· το ίδιο, στην κυριακάτικη τράπεζα της πανηγύρεως. Οι απόντες είναι διαρκώς παρόντες, οι ψυχές είναι πάντα ζωντανές.

Και προσευχή, ησυχία, ακολουθίες: ιδού άλλος πυρήνας. Ο εσπερινός στο ναΰδριο του Αγίου Ευσταθίου είναι εμπειρία ησυχίας· τα κείμενα ρέουν σαν νοερά προσευχή και ξεχύνονται από τα παράθυρα στο Αιγαίο Πέλαγος του απογεύματος, το μουρμουρητό των προσευχών σμίγει με τον κυκλικό παφλασμό του κύματος στα βράχια από κάτω. Ο μοναχισμός των κελιών και των καθισμάτων εκπέμπει αμεσότητα και ανθρώπινη θέρμη, είναι η ελληνορθόδοξη εκδοχή χριστιανισμού, με συχώρεση και αλληλοπεριχώρηση, με δόξα ζωής και ήρεμη αποδοχή θανάτου, είναι ο κόσμος του Παπαδιαμάντη και του Πεντζίκη, κόσμος με οικονομία, με αίσθημα και αισθητική: Το γιορτινό στόλισμα του ναϋδρίου είναι φύλλα δάφνης σκορπισμένα σε όλα τα δάπεδα έως το ιερό. Απλό, υψηλό.

Η λειτουργία είναι ο χορός, των ψαλτών και των μοναχών, που τελετουργούν με ακρίβεια και αστείρευτη ζωτικότητα υπό το ημίφως των κεριών· κινούνται ακαταπαύστως σαν κουρδισμένο μπαλέτο, μελανές σκιές στο λυκαυγές. Ψιθυρίσματα, ψαλμωδίες, ευχές, άνθη, θυμίαμα, εικονίσματα· αν υπήρχαν και γραΐδια λαδικά, θα εβλέπαμε ολοζώντανο το Παπαδιαμαντικό Διήγημα. Μα όχι, δεν βλέπω καμιά θεια, μόνο καλόγερους και δεκάδες άρρενες λαϊκούς που έσπευσαν στο πανηγυράκι, παρά θιν' αλός, με άνορακ και μποτάκια, ευλαβούμενοι και φιλακόλουθοι, ξεμοναχιασμένοι προσκυνητές, περίεργοι και φίλοι μοναχών. Αυτοί οι φίλοι νοικοκυρεύουν το κάθισμα, βοηθάνε στο μαγειρείο, στρώνουν τη λαμπρή τράπεζα: αυτή τη μεγαλειώδη κορύφωση του κοινού βίου. Οίνος, ιχθύς, κατσικίσιο τυρί, σταφύλια, κόλλυβα· σαν να κυλούν φυσικά ώς το τραπέζι απ' τις πλαγιές, όπου κατηφορίζουν αμπέλια και ελιές.

Το πρωί, τριακόσια μέτρα πάνω απ' τη θάλασσα, κρεμαστοί, μιλάμε με άλλους φίλους. Μοναχοί σπουδαγμένοι, ταξιδεμένοι, διεθνιστές, με υψηλές πνευματικές και διοικητικές ικανότητες. Νοιάζονται την Ελλάδα τη σημερινή, ρωτούν να μάθουν για την κρίση, για τις αγωνίες των ανθρώπων. Νοιάζονται για το μέλλον της αγιορείτικης πολιτείας: τα προβλήματα ογκώνονται, αλλάζουν, προβλήματα περιβαλλοντικά, διαβίωσης, δημογραφικά, διαχείρισης της κληρονομιάς, διαχείρισης φυσικών πόρων. «Οι καλόγεροι δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους», λένε. Αυτοί, οι πιο μορφωμένοι και ικανοί, διπλωμάτες και διορατικοί σαν τον πατριάρχη Φώτιο, είναι οι πιο ανήσυχοι, αναζητούν προσαρμογές και νέες στερεώσεις...



Νίκος Γ. Ξυδάκης
Καθημερινή 10 Οκτωβρίου 2010

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 49η


Ἀγαπητά μας παιδιά,

Σᾶς εὔχομαι ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ μὲ πρόοδο στὸν ἀγῶνα τῆς μόρφωσής σας καὶ ὄμορφες ἐμπειρίες σχολικῆς ζωῆς!

Μόλις πρὶν ἀπὸ λίγο ὁλοκληρώθηκε ὁ ἁγιασμός. Ἦλθε ὁ ἱερέας, ἰδιόμορφα ντυμένος, διάβασε μερικὰ λόγια ποὺ λίγοι τὰ κατάλαβαν, ἔκανε κάποιες κινήσεις στοὺς περισσότερους ἀκατανόητες καὶ τέλειωσε. Ὅλο αὐτὸ μοιάζει μὲ κατάλοιπο ἄλλων παλαιότερων ἐποχῶν. Οἱ πολιτικοί μας δὲν τὸ πιστεύουν, ἀλλὰ διστάζουν νὰ τὸ καταργήσουν. Ἐσᾶς δὲν σᾶς ἐνδιαφέρει, γιατὶ σὲ λίγο θὰ τελειώσει καὶ μετὰ τοῦ χρόνου πάλι. Κάποιες Ἀνεξάρτητες Ἀρχὲς ἀντιδροῦν, ἀλλὰ πρὸς τὸ παρὸν ἄκαρπα. Κανεὶς δὲν τὸ καταλαβαίνει ὅπως γίνεται. Οὔτε καὶ ἡ Ἐκκλησία. Ἁπλᾶ, αὐτὴ τὸ δέχεται ὡς κεκτημένο δικαίωμά της ποὺ δὲν θὰ ἤθελε νὰ τὸ χάσει. Δὲν ὑπάρχει κανένας λόγος νὰ συντηροῦμε στὴν οὐσία νὰ ἐξευτελίζουμε κάτι ἱερό, ποὺ ὅμως εἴτε δὲν καταλαβαίνουμε εἴτε δὲν θέλουμε εἴτε δὲν σεβόμαστε. Σκέφθηκα λοιπόν, ἔτσι ποὺ καταντήσαμε τὸν ἁγιασμό, φέτος νὰ μὴν τὸν κάνουμε. Νὰ πῶ στοὺς Ἱερεῖς νὰ καθήσουν στοὺς Ναοὺς καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ προσευχηθοῦν γιὰ σᾶς. Ἴσως ἔτσι ὁ Θεὸς νὰ τοὺς ἄκουγε περισσότερο. Ὑποχώρησα, πρῶτον γιατὶ κάποιοι δὲν εἶναι ἕτοιμοι νὰ τὸ δεχθοῦν καὶ δὲν θέλησα ὡς Ἐπίσκοπος νὰ τοὺς λυπήσω, καὶ δεύτερον γιατὶ πρὶν τὸ κάνω ἔπρεπε νὰ σᾶς εἰδοποιήσω.

Αὐτοὶ ὅμως ποὺ ἔβαλαν αὐτοὺς τοὺς ἁγιασμοὺς στὴ ζωή μας τὸ πίστευαν. Πίστευαν ὅτι μαζὶ μὲ τὴν ἀνθρώπινη προσπάθεια χρειάζεται καὶ ὁ φωτισμὸς καὶ ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Πίστευαν στὸν Θεό. Εἶχαν σχέση ζωντανὴ μαζί Του. Τὸν ἤθελαν στὴ ζωή τους ὡς ὅ,τι πολυτιμότερο ὑπάρχει. Ἤθελαν ὅλα νὰ τὰ ἀρχίζουν μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἂν εἶναι ἔτσι, φυσικὰ νὰ γίνεται ὁ ἁγιασμός. Θὰ εἶναι ἡ πιὸ σημαντικὴ στιγμὴ τῆς χρονιᾶς.

Σήμερα ὅμως Τὸν ξεχάσαμε τὸν Θεὸ καὶ ἁπλᾶ Τὸν διατηροῦμε γιὰ νὰ Τὸν ἀμφισβητοῦμε, νὰ Τὸν εἰρωνευόμαστε ἢ δυστυχῶς καὶ νὰ Τὸν βρίζουμε. Καὶ νά ποῦ φτάσαμε! Νὰ μὴν θέλου με οὔτε τὰ σύμβολά Του. Καὶ νά ποῦ καταντήσαμε! Χωρὶς Αὐτόν, ἡ ζωή μας νὰ χαρακτηρίζεται ἀπὸ κρίση, ἀδιέξοδα, σύγχυση, αὐτοκαταστροφικότητα, βία καὶ παραλογισμό.

Στὸ σχολεῖο ποὺ ἔρχεστε μπορεῖ νὰ γεμίσουν τὰ κεφάλια σας μὲ πληροφορίες ποὺ οἱ περισσότερες νὰ μὴν χρειάζονται∙ μὲ γλῶσσες ποὺ δὲν εἶναι δικές μας∙ μὲ ἱστορία ποὺ δὲν εἶναι ἀληθινή∙ μὲ θρησκευτικὰ ποὺ δὲν πείθουν. Νὰ σᾶς δώσουν βαθμοὺς χωρὶς ἀντίκρυσμα. Αὐτὸ ὅμως ποὺ τελικὰ χρειάζεστε εἶναι ἀξίες γιὰ νὰ πλημμυρίσουν τὴν καρδιά σας. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸ δίνει ἡ ἐποχή.

Ἡ κατάσταση στὸν τόπο μας εἶναι σὲ ἀδιέξοδο. Κάτι πρέπει νὰ γίνει ἄμεσα. Καὶ ἡ ἀλλαγὴ πρέπει νὰ ἀρχίσει ἀπὸ τὸ σχολεῖο. Ἂς ξεσηκωθοῦμε ὅλοι. Δάσκαλοι, γονεῖς καὶ παιδιὰ ἀρνηθεῖτε τὸ ψέμμα καὶ πολεμῆστε το σὰν τὸν μεγαλύτερο ἐχθρό. Χτυπῆστε τὴ μετριότητα, τὸν συμβιβασμὸ καὶ τὴ μιζέρια σὰν τὴν χειρότερη ἀρρώστια. Μᾶς κοροϊδεύει τὸ σύστημα, ποὺ αὐτὸ ὑπαίτιο γιὰ ὅλα, μᾶς ὁδηγεῖ σὲ ὑπαρκτικὸ ἐκφυλισμό.

Διεκδικῆστε τὴν πνευματικὴ ἐλευθερία σας μὲ ὅποιο κόστος. Ξαναφέρτε τὴν ἱστορία καὶ παράδοσή μας, τὴ γλῶσσα καὶ τὰ ἤθη μας στὴ ζωή σας. Ἀγωνιστεῖτε γιὰ κοινωνία μὲ εἰλικρίνεια, ἡρωισμό, καθαρότητα καὶ ἐξυπνάδα. Ἀπαιτῆστε πολιτικοὺς ποὺ νὰ ἀγαποῦν τὸν τόπο περισσότερο ἀπὸ τὰ στενὰ μυαλὰ καὶ συμφέροντά τους, ποὺ νὰ σέβονται τὴν ἱστορία περισσότερο ἀπὸ ὅσο προσδοκοῦν τὴν ψῆφο, ποὺ νὰ πονοῦν γιὰ τὸ κατάντημά μας περισσότερο ἀπ’ ὅσο ὑποτάσσονται στὶς ξένες σκοπιμότητες.

Ἀξιῶστε Ἐκκλησία ὄχι μὲ ἀδικαιολόγητους συντηρητισμούς, νεκροὺς συμβολισμούς καὶ πομπώδεις τελετουργίες, ὄχι Νομικὸ Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου μὲ δικαιώματα, περιουσίες καὶ διεκδικήσεις, ἀλλὰ Ἐκκλησία μὲ πονεμένο προφητικὸ λόγο, μὲ αὐθεντικὴ πίστη, μὲ θυσιαστικὴ μαρτυρία καὶ ἅγια ζωή∙ Ἐκκλησία ποὺ νὰ ἐμπνέει καὶ νὰ ἔχει πρόταση ζωῆς. Τότε θὰ βρεῖτε τὸν Θεὸ ὁλοζώντανο μέσα σας. Τότε ὁ ἁγιασμὸς δὲν θὰ ἐπιβάλλεται μὲ ἐγκύκλιο τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, ἀλλὰ θὰ ἀποτελεῖ δικό σας αἴτημα. Τότε τὸ σχολεῖο θὰ ξαναγίνει ἡ ἐλπίδα τῆς ἐθνικῆς καὶ πνευματικῆς ἐπιβίωσής μας.

Τότε ἡ νέα χρονιὰ θὰ εἶναι ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ. Σᾶς τὸ εὔχομαι μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά.
Ὁ Θεὸς μαζί σας, ἀγαπητά μας παιδιά.

Μὲ πατρικὲς εὐχὲς καὶ ὅλη μου τὴν ἀγάπη,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ὁ Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς ΝΙΚΟΛΑΟΣ


Πηγή: http://www.imml.gr/

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Το Ορθόδοξο Παρίσι...


Μια χούφτα Ρώσοι εμιγκρέδες κυνηγημένοι από το πραξικόπημα των Μπολσεβίκων. Έφτασαν στο Παρίσι τη δεκαετία του '20. Από διαφορετικούς ο καθένας δρόμους και διαφορετικούς ενδιάμεσους σταθμούς.
Το πρώτο που έκαναν, ήταν να χτίσουν μιαν εκκλησιά. Μικρή, ταπεινή, άλλα ορθόδοξη: μπαίνεις, ακόμα σήμερα, και νομίζεις ότι βρίσκεσαι στο Αγιονόρος. Δίχως ηλεκτρικό, μόνο κεριά και καντήλια, εικόνες μόνο βυζαντινές (στη ρώσικη τεχνοτροπία), όχι θρησκευτική ζωγραφική, όχι ευρωπαϊκές απομιμήσεις. Ατμόσφαιρα κατάνυξης ανθρώπινης κοινότητας, κοινωνίας προσώπων.
Γύρω από την εκκλησιά, σε φτωχικά παραπήγματα, έστησαν μια θεολογική σχολή. Αυτό το ξεχωριστό, το αποκλειστικά δικό τους, είχαν να προσφέρουν στην Ευρώπη: Θεολογία.

Τη σχολή την επάνδρωσε η πρώτη ομάδα εμιγκρέδων - όλοι σχεδόν σπουδαγμένοι σε άλλες επιστήμες: Ο Σέργιος Μπουλγκάκωφ, καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας - στο Παρίσι ιερέας και καθηγητής της Δογματικής. Ο Γεώργιος Φλωρόφσκυ καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οδησσού – στο Παρίσι ιερέας και καθηγητής Πατρολογίας. Ο Βασίλειος Ζενκόφσκυ, καθηγητής Φιλοσοφίας και Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου - στο Παρίσι ιερέας και καθηγητής της Φιλοσοφίας στην καινούργια σχολή. Ο Κασσιανός Μπεσομπράζωφ, καθηγητής της 'Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης - στο Παρίσι επίσκοπος και Κοσμήτορας της θεολογικής σχολής. (…) Νεώτερος ό Βλαδίμηρος Λόσκυ, έφτασε εικοσάχρονος στο Παρίσι, σπούδασε μεσαιωνική φιλοσοφία, αναδείχθηκε ο σημαντικότερος συστηματικός θεολόγος της διασποράς.
Από αυτούς τους ανθρώπους και τα φτωχικά παραπήγματα της σχολής τους ξεκίνησε κάτι σαν επανάσταση: Οι κυνηγημένοι ρώσοι μετανάστες κόμισαν στην Ευρώπη όχι μιαν επιμέρους θεολογική-εκκλησιαστική παράδοση, ιδεολογικά «ορθοδοξότερη» ή βιωματικά πιο «πνευματική», πιο «μυστική». Όχι. Η εκρηκτική τους συμβολή ήταν ότι αντέταξαν στο ευρωπαϊκό αδιέξοδο ρεαλιστική πρόταση ζωής, πρόταση υπαρκτικού νοήματος - ξανάδωσαν σάρκα ζωής στη σκελεθρωμένη γλώσσα του θεολογικού ακαδημαϊσμού και ηθικισμού. Και η περιθωριακή τους παρέμβαση λειτούργησε με τη δυναμική του «κόκκου της σινάπεως», του ελάχιστου σπέρματος του ικανού να τινάξει και βράχο (…)

Η σύγκριση της ρωσικής με την ελληνική παρουσία στο Παρίσι ήταν τραγικά οδυνηρή: Οι Έλληνες μετανάστες δεν είχαν ποτέ διερωτηθεί -ούτε ως σήμερα υποψιάζονται- τί το ξεχωριστό, το αποκλειστικά δικό τους είχαν να κομίσουν στην Ευρώπη, ποια πρόταση, ποια δυναμική ετερότητα θα τους καθιστούσε ενεργητικά μετόχους στα ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Όσοι Έλληνες διανοούμενοι βρέθηκαν στα Παρίσι, από την επoχή ακόμα του Κοραή και του Ψυχάρη ως τη γενιά του Σβορώνου, του Καστοριάδη, του Αξελού, του Πουλαντζά, του «Ιάνη» Ξενάκη, πάσχιζαν για την ταχύτερη δυνατή εξομοίωση τους με τους γάλλους ομολόγους τους, λογάριαζαν επιτυχία τον πιθηκισμό και τη μίμηση της επιχώριας διανόησης και των προβληματισμών.
Οι υπόλοιποι, ή μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινότητας του Παρισιού -πάμπλουτοι επιχειρηματίες, έμποροι, εφοπλιστές, παλαιοί αριστοκράτες της Πόλης ή άλλων μεγαλοαστικών κέντρων του βαλκανικού, μικρασιατικού και αιγυπτιακού Ελληνισμού- συντηρούσαν μια συμπτωματική ελληνικότητα γραφικών παραδόσεων και ευκαιριών κοσμικής συναναστροφής. Είχαν χτίσει, από τις αρχές του αιώνα, μιαν επιδεικτικού πλούτου εξευρωπαϊσμένη εκκλησιά στην πιο αριστοκρατική συνοικία του Παρισιού. Εκεί η λατρεία -με πολυφωνική χορωδία πληρωμένων γάλλων τραγουδιστών της όπερας ήταν μόνο θρησκευτική παράσταση και αφορμή συνεύρεσης της «καλής κοινωνίας»...

Χρ. Γιανναρά, Τα καθ' εαυτόν
Εκδόσεις Ίκαρος

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

Υπάρχει ένας δρόμος, του Στ. Θεοδωράκη


Υπάρχει ένας δρόμος κοντά σε ένα σχολείο, που κάθε πρωί γίνεται το «έλα να δεις». Τα λεωφορεία αδυνατούν να στρίψουν, τα αυτοκίνητα που μεταφέρουν μαθητές εγκλωβίζονται, οι μανάδες φωνάζουν, κάποιοι παρατούν όπως-όπως τα αυτοκίνητά τους και τρέχουν με τα παιδιά στο ένα χέρι και την τσάντα στο άλλο να προλάβουν το κουδούνι… Ένας μικρός πόλεμος κάθε πρωί και ο λόγος είναι απλός. Ένα θηριώδες τζιπ βρίσκεται παρκαρισμένο παράνομα στη στροφή αυτού του δρόμου. Το πρώτο πρωινό λεωφορείο που θα φτάσει στη στροφή - αν ο οδηγός του δεν είναι δεξιοτέχνης - μπλοκάρεται και όλοι όσοι ακολουθούν μπλοκάρονται και αυτοί.

Πολλές φορές έχω σκεφτεί ότι κάτι πρέπει να γίνει με αυτόν τον ιδιοκτήτη του τζιπ. Να βρεθεί κάποιος να του πάρει τις πινακίδες. Να γράψει στα τζάμια του «είσαι γάιδαρος». Να του πάρει και το ίδιο το αυτοκίνητο αν μπορεί. Και να τον πετάξει – γιατί όχι; - από το στρώμα που κοιμάται και να τον βγάλει με τα σώβρακα στους δρόμους, να απομακρύνει το αυτοκίνητό του. Και κανείς νομίζω δεν θα διαφωνήσει επί αυτού.

Διαβάστε τώρα την ιστορία αλλιώς: υπάρχει ένας δρόμος … μπλα … μπλα… μπλα… να προλάβουν το κουδούνι … μπλα … μπλα … μπλα … ένα παλιό φιατάκι βρίσκεται παρκαρισμένο παράνομα στη στροφή αυτού του δρόμου. Βγάλτε δηλαδή την τζιπάρα από την στροφή και βάλτε το ταπεινό αυτοκινητάκι ενός μεροκαματιάρη. Η αντίδρασή σας αλλάζει; Φοβάμαι πως ναι. Παίξτε το παιγνίδι με τους φίλους σας. Πείτε τους ότι στην στροφή είναι παρκαρισμένη μια υπουργική μερσεντές και μετρήστε αντιδράσεις (και φάσκελα). Και σε μια άλλη παρέα πείτε ότι στη στροφή είναι παρκαρισμένη μια παλιά μηχανή. Μετρήστε πόσο εύκολα θα βρεθούν δικαιολογίες για τον «μηχανόβιο που ξεχάστηκε».

Εν ολίγοις, χρόνια σε αυτή τη χώρα δικαιολογούμε τις συμπεριφορές ανθρώπων ανάλογα με την εικόνα τους. Το ίδιο κάνουμε με τα κόμματα, τα συνδικάτα, τις συντεχνίες… Δεν κοιτάμε τι κάνουν, αν εμποδίζουν τη στροφή στο σχολείο, αν κάνουν καλό ή κακό στην κοινωνία, αλλά κυρίως κοιτάμε την ταμπέλα που έχουν κρεμάσει στο στήθος τους. Αν μας αρέσει, τους τα επιτρέπουμε όλα...

Στ. Θεοδωράκης
protagon

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

Στὰ Καρούλια...


Τελείωνε πιὰ τὸ προσκύνημά μας. Τὶς παραμονὲς τοῦ μισεμοῦ πῆρα τὸν ἀνήφορο μοναχός, ν' ἀνέβω στ' ἄγρια ἡσυχαστήρια, ἀνάμεσα στοὺς βράχους ἀψηλὰ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὰ Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σὲ σπηλιές, ζοῦν ἐκεῖ καὶ προσεύχουνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, καθένας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν καὶ τὴν παρηγοριὰ νὰ βλέπουν ἀνθρώπους, οἱ πιὸ ἄγριοι,οἱ πιὸ ἅγιοι ἀσκητὲς τοῦ Ἁγ. Ὄρους. Ἕνα καλαθάκι ἔχουν κρεμασμένο στὴ θάλασσα, κι οἱ βάρκες ποὺ τυχαίνει κάποτε νὰ περνοῦν ζυγώνουν καὶ ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ἐλιές, ὅ,τι ἔχουν, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουν τοὺς ἀσκητὲς νὰ πεθάνουν τῆς πείνας...
Ἀνάμεσα στοὺς ἐρημίτες τούτους ζοῦσε τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ξακουστὸς γιὰ τὴν ἁγιοσύνη του, ὁ Μακάριος ὁ Σπηλαιώτης. Αὐτὸν κίνησα νὰ δῶ• ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πάτησα στὸ ἱερὸ βουνό, εἶχα πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ σκύψω νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ ξομολογηθῶ. Ὄχι τὰ κρίματά μου, δὲν πίστευα νὰ ‘χα κάμει ὥς τότε πολλά, ὄχι τὰ κρίματά μου παρὰ τὴν ἑωσφορικὴ ἀλαζονεία ποὺ συχνὰ μ' ἔσπρωχνε νὰ μιλῶ μὲ ἀναίδεια γιὰ τὰ ἑφτὰ μυστήρια καὶ τὶς δέκα ἐντολὲς καὶ νὰ θέλω νὰ χαράξω δικό μου δεκάλογο.

Ἔφτασα κατὰ τὸ μεσημέρι στ' ἀσκηταριά• τρῦπες μαῦρες στὸν γκρεμό, σιδερένιοι σταυροὶ καρφωμένοι στοὺς βράχους, ἕνας σκελετὸς πρόβαλε ἀπὸ μιὰ σπηλιά, τρόμαξα• σὰ νὰ 'χε φτάσει κιόλας ἡ Δευτέρα Παρουσία καὶ ξεπρόβαλε ὁ σκελετὸς αὐτὸς ἀπὸ τὴ γῆς καὶ δὲν εἶχε ἀκόμα προφτάσει νὰ ντυθεῖ ὅλες τὶς σάρκες του. Φόβος κι ἀηδία μὲ κυρίεψε, καὶ συνάμα κρυφὸς ἀνομολόγητος θαμασμός• δὲν τόλμησα νὰ τὸν ζυγώσω, τὸν ρώτησα ἀπὸ μακριά• ἅπλωσε τὸ ξεραμένο μπράτσο, ἀμίλητος, καὶ μοῦ 'δειξε μιὰ μαύρη σπηλιὰ ἀψηλὰ στὰ χείλια τοῦ γκρεμοῦ.

Πῆρα ν’ ἀνεβαίνω πάλι τοὺς βράχους, μὲ καταξέσκισαν τ' άγκρίφια τους, ἔφτασα στὴ σπηλιά. Ἔσκυψα νὰ δῶ μέσα• μυρωδιὰ χωματίλα καὶ λιβάνι, σκοτάδι βαθύ• σιγὰ σιγὰ διέκρινα ἕνα σταμνάκι δεξά, σὲ μιὰ σκισμάδα τοῦ βράχου, τίποτα ἄλλο• ἔκαμα νὰ φωνάξω, μὰ ἡ σιωπὴ μέσα στὸ σκοτάδι ἐτοῦτο μοῦ φάνηκε τόσο ἱερή, τόσο ἀνησυχαστική, ποὺ δὲν τόλμησα• σὰν ἁμαρτία, σὰν ἱεροσυλία μοῦ φάνηκε ἐδῶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Εἶχαν πιὰ συνηθίσει τὰ μάτια μου στὸ σκοτάδι, κι ὡς τὰ γούρλωνα καὶ κοίταζα, ἕνας φωσφορισμὸς ἁπαλός, ἕνα πρόσωπο χλωμό, δυὸ χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς κι ἀκούστηκε γλυκιὰ ξεπνεμένη φωνή:
— Καλῶς τον!
Ἔκαμα κουράγιο, μπῆκα στὴ σπηλιά, προχώρησα κατὰ τὴ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τὸ κεφάλι ὁ ἀσκητής, καὶ διέκρινα στὸ μεσόφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο ἀπὸ τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὴν πείνα, μὲ ἀδειανοὺς βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σὲ ἀνείπωτη μακαριότητα• τὰ μαλλιὰ του εἶχαν πέσει, ἔλαμπε τὸ κεφάλι του σὰν κρανίο.
— Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπα κι ἔσκυψα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ κοκαλιασμένο χέρι.

Κάμποση ὥρα σωπαίναμε• κοίταζα μὲ ἀπληστία τὴν ψυχὴ τούτη ποὺ εἶχε ἐξαφανίσει τὸ κορμί της, αὐτὸ βάραινε τὶς φτεροῦγες της καὶ δὲν τὴν ἄφηνε ν' ἀνέβει στὸν οὐρανό. Ἀνήλεο, ἀνθρωποφάγο θεριὸ ἡ ψυχὴ ποὺ πιστεύει• κρέατα, μάτια, μαλλιά, ὅλα τοῦ τά 'χε φάει.

Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ, ἀπὸ ποῦ ν' ἀρχίσω. Σὰν ἕνα στρατόπεδο ὕστερα ἀπὸ φοβερὴ σφαγή μοῦ φάνταζε τὸ σαράβαλο κορμὶ μπροστὰ μου• ξέκρινα ἀπάνω του τὶς νυχιὲς καὶ τὶς δαγκωματιὲς τοῦ Πειρασμοῦ.
Ἀποκότησα τέλος:
— Παλεύεις ἀκόμα μὲ τὸ Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τὸν ρώτησα.
— Ὄχι πιά, παιδὶ μου• τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτὸς μαζὶ μου• δὲν ἔχει δύναμη• παλεύω μὲ τὸ Θεό.
— Μὲ τὸ Θεό! ἔκαμα ξαφνιασμένος• κι ἐλπίζεις νὰ νικήσεις;
— Ἐλπίζω νὰ νικηθῶ, παιδὶ μου• μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τὰ κόκαλα• αυτά αντιστέκουνται.


Nίκος Καζαντζάκης
Ἀπὸ τὴν «Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο» , ἐκδ. Ἐλ. Καζαντζάκη, 1964

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Ο Ζωγράφος Θεόφιλος

Μέγα Αρτοποιείον Γεωργίου Παναγιώτου Κοντουφούρναρη.
Εκ Θεσσαλίας της Πρωτευούσης Λαρίσσης» (1933)

Γ. Σεφέρη, Ένας Έλληνας - ο Μακρυγιάννης
Δοκιμές
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του -αν σώζουνται ακόμη. Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μιαν ανεμόσκαλα και τού 'σπασαν ένα δυο κόκαλα. Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε. Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο, πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι. Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους oι ακαδημαϊκοί. Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε με ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό.


Οδ.Ελύτη, Ο Ζωγράφος Θεόφιλος.
Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι. Και καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήτανε, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, η μεγάλη “αφίσα” της έκθεσης Θεόφιλου που είχε ανοίξει, ακριβώς εκείνη την εβδομάδα, στις αίθουσες του Λούβρου. Ε λοιπόν ναι, υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο. (…) Στις μεγάλες αίθουσες του Λούβρου, καθώς τριγύριζα τώρα και ξανακοίταζα τα έργα αυτά, ένιωθα κοντά στο αίσθημα της υπερηφάνειας, τ’ ομολογώ, κι ένα άλλο αίσθημα ξεριζωμού, κάτι σαν αυτό που είχα νιώσει στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου με τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Μοιραία, συλλογιζόμουνα τα περισσότερα απ’ αυτά θα σκόρπιζαν μια μέρα στις συλλογές της Ευρώπης ή της Αμερικής. Και το άλλο βράδυ, καθώς έτρωγα με τον Teriade, του το εξομολογήθηκα. Πήρε ένα ύφος παράξενο, με κοίταξε στα μάτια κι αντί να μου αποκριθεί, με ρώτησε αν είχα σκοπό, τώρα που επέστρεφα στην Ελλάδα, να πάω στη Μυτιλήνη. Θα είχε, λέει, μια θερμή παράκληση να μου κάνει: να πληροφορηθώ και να του γράψω αν, ανάμεσα στη Χώρα και στη Βαρειά, βρισκότανε κανένα οικόπεδο κατάλληλο για Μουσείο.
“Μουσείο;” ρώτησα ξαφνιασμένος.
“Ναι, για το Μουσείο Θεόφιλου” μου αποκρίθηκε ήρεμα.


Η Έκθεση "Θεόφιλος, Έργα από τη Συλλογή της Εμπορικής Τράπεζας" φιλοξενείται στο Μουσείο Μπενάκη ως τις 31 Οκτωβρίου 2010.
Κεντρικό Κτίριο, Κουμπάρη 1 & Βασ. Σοφίας

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση...



Ἄρχισε ψύχρα.
Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση...
Ὡς χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν.
Ζέστες, ἡ διάθεση γιὰ φῶς,
λόγια, πουλιά...
Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια
ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη
μὲ λύπη αὐτοδίδακτη...
Τα παράθυρα ενδίδουν...
(Κ.Δημουλά, Οι αποδημητικές καλημέρες )


Η μία ερήμωση τραβάει πίσω της την άλλη…
Στην ερημία των πόλεων τα παράθυρα ενδίδουν όλο και συχνότερα πλέον. Σφαλιστά και αποφασισμένα -όσο ποτέ- να μην μας επιτρέψουν να μυρίσουμε το φθινόπωρο. Μας στερούν τη βροχή, μας κρύβουν τη θέα, μας χωρίζουν από τον διπλανό, τον άλλο..
Κατά την γνωστή φράση «ποτέ τα σπίτια των ανθρώπων δεν ήταν τόσο κοντά, αλλά και ποτέ οι καρδιές των ανθρώπων δεν ήταν τόσο μακριά..»
Από την άλλη, κατά τον Αρχιμ. Βασίλειο Γοντικάκη είναι απόλυτα ειλικρινής ο Σαρτρ και αντιπροσωπεύει έναν πολιτισμό και μια στάση ζωής, όταν λέει ότι η κόλαση μου είναι οι άλλοι. Και είναι αντίστοιχα απόλυτα ειλικρινής και αντιπροσωπεύει έναν άλλο πολιτισμό ο ανώνυμος Αββάς του γεροντικού, που λέει: «Είδες τον αδελφό σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου..»

Ας κάνει ο καθένας τις επιλογές του.

Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010

Προς γνώσιν τού αγνώστου εαυτού μας, Αρχιμ. Βασίλειου Γοντικάκη


Ερώτηση: Ποια πιστεύετε ότι πρέπει να είναι η σχέση μεταξύ Επιστήμης και Ορθόδοξης θεολογίας; Και πιο συγκεκριμένα, ποια μπορεί να είναι η σχέση μεταξύ κοσμολογίας, σύγχρονης φυσικής και Ορθόδοξης θεολογίας;

Απάντηση: Η θεοποίηση τού ανθρωπίνου λογικού και των δυνατοτήτων του στον χώρο της επιστήμης είναι μια μορφή ειδωλολατρίας. Η λατρεία των κατασκευασμάτων των χειρών και τού νοός τού ανθρώπου είναι άλλη ειδωλολατρία, στον χώρο της θρησκείας...

Εάν γνωρίζεις τη θρησκεία διαβάζοντας την ιστορία τού δυτικού μεσαίωνα με τις ιερές εξετάσεις και τα ανθρώπινα αλάθητα, τότε η επιστήμη που έχει το σθένος να ξεπερνά τις παλαιότερες πεποιθήσεις και θεωρίες της, είναι φυσικό να θεωρεί τον εαυτό της σε πλεονεκτικότερη θέση.

Όταν άρχισαν οι επιστήμονες να προβληματίζονται, να θέτουν νέα ερωτήματα· να προσπαθούν να δουν τα πράγματα έξω από το κλειστό σύστημα που εθεωρείτο ως ασυζήτητο «δόγμα»· να μιλούν για σχετικότητα, απροσδιοριστία και αβεβαιότητα, δημιούργησαν την πρώτη ρωγμή, απ' όπου άρχισε να μπαίνει φως ελπίδος για τη βεβαιότητα. Μίλησαν για κάποια σχέση και αλληλεπίδραση τού ερευνώντος και τού ερευνώμενου. Για κάποια σχέση που έχουν τα μέχρι τότε θεωρούμενα άσχετα το ένα με το άλλο στοιχεία τού σύμπαντος.
Η Ορθόδοξη θεολογία και εμπειρία από την πλευρά της ούτε σχετίζεται με τη λογική και τη διαγωγή τού δυτικού μεσαίωνα, ούτε εκπλήσσεται ή ξενίζεται με την πρόοδο της επιστήμης. Έχει άλλο πλούτο, τόλμη και προορισμό. Προχωρεί από το κτιστό στο άκτιστο. Η κατάρρευση των ειδωλικών ινδαλμάτων πραγματοποιείται ακατάπαυστα μέσα στην Ορθόδοξη θεολογία και ζωή. Και είναι τόση η ιλιγγιώδης κίνηση, που φαίνεται στάση. Είναι τόσο απερινόητη η πλησμονή της ακτίστου φωτοχυσίας στη Μεταμόρφωση τού Κυρίου, ώστε δεν λέγεται φως, αλλά σκότος και γνόφος (Δευτερονόμιο 4/δ: 11). Είναι τόσο απαιτητική και απόλυτη η έφεση τού Ορθοδόξου ασκητού για ενότητα, ώστε ο μοναχός ορίζεται ως «ο πάντων χωρισθείς και πάση συνηρμοσμένος» (Φιλοκαλία, τ. Α΄, σ. 187.). Αν ενωθείς με κάτι, χωρίζεσαι από τα άλλα με τα οποία δεν ενώθηκες. Αλλά, αν θέλεις να ενωθείς με όλα, οφείλεις κατ' ανάγκη να χωρισθείς από όλα, για να ενωθείς μ' αυτά. Να βρίσκεσαι στην καρδιά τους και όλα να βρίσκονται στην καρδιά σου.

Ο άνθρωπος θέλει να δει, να γνωρίσει, να ψηλαφήσει, για να πιστεύσει. Και ο Κύριος δέχεται την απαίτηση τού Θωμά να Τον δει και να Τον ψηλαφήσει. Έτσι ο Κύριος μπορεί να του υποδείξει τον δρόμο που οδηγεί στο πλήρωμα λέγοντας: «Ότι εώρακάς με πεπίστευκας· μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιωάννης 20/κ: 29). Μακάριοι είναι εκείνοι που έγιναν ολόκληροι μια αίσθηση ένας οφθαλμός, και δεν έρχονται σε μερική επαφή χρονικώς μαζί μου, αλλά πιστεύουν, γιατί ολόκληροι βρίσκονται διηνεκώς με όλο τον Θεάνθρωπο Κύριο. Οπότε, οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες είναι οι όντως ορώντες με όλη τους την ύπαρξη τον άνω πάσης κτίσεως ευρισκόμενο... Βλέπουν με όλη τους την ύπαρξη τον όντως Όντα. Και κερδίζουν την ύπαρξή τους με το να την χάνουν: «Ος αν απωλέση την εαυτού ψυχήν ένεκεν εμού και τού ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν» (Μάρκος 8/η: 35). Η εύρεσις αναδύεται από την εκούσια θυσία, την απώλεια. Και έτσι βρίσκεις τον όντως Όντα, για τον οποίον πιο πολύ αρμόζει το μη είναι από το είναι, δια το υπέρ είναι (Βλ. Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Μυσταγωγία, P. G. 91, 664B). Δηλαδή, με οποιαδήποτε έννοια της δικής μας υπάρξεως, δεν μπορούμε να συλλάβουμε την ύπαρξη τού Θεού όπως ουσιαστικά είναι. Γι' αυτό, στη θεία Λειτουργία υμνούμε τον Θεό, γιατί είναι «ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος» (Ευχή της Αναφοράς της Θείας Λειτουργίας, του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου). Ευχαριστούμε για τις ευεργεσίες που γνωρίζουμε και για εκείνες που δεν γνωρίζουμε. Και πιο πολύ γνωρίζουμε τα άγνωστα που Αυτός ρυθμίζει, ενώ αγνοούμε τα γνωστά, που τα πλησιάζουμε με τη σχετική και αποσπασματική γνώση που εμείς μπορούμε να έχουμε γι' αυτά. Έτσι το σίγουρο και γνωστό στην εξίσωση της ζωής είναι το άγνωστο. Δια τού αγνώστου, αοράτου Θεού, βαίνουμε προς γνώσιν τού αγνώστου εαυτού μας.


Συνέντευξη του Αρχιμ. Βασιλέιου Γοντικάκη στο περιοδικό "Παρεμβολή"

Πηγή : ΟΟΔΕ