Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

Η αδικία που πληγώνει..

Ο κ.  Δημήτρης Καραγιάννης  ήρθε στις 11 Νοέμβριου του 2011 "Στα Άκρα" με τη Βίκυ Φλέσσα και ψυχογράφησε στο πρόσωπο του ομηρικού ήρωα Αχιλλέα όλους εκείνους τους ικανούς ανθρώπους, που αποσύρονται από την ενεργό δράση εξαιτίας της διαπραχθείσης εις βάρος τους αδικίας.
Διερεύνησε τη συντροφική σχέση, καταρρίπτοντας τον πλατωνικό μύθο για το «έτερον ήμισυ» και εξήγησε πως μία σχέση μπορεί να προδοθεί από ανεκπλήρωτες προσδοκίες.
Σχολίασε τη στρέβλωση μέσα στην οικογένεια, επισημαίνοντας την εξωλεκτική σημασία του βλέμματος στην ανατροφή των παιδιών. και αναζήτησε το νόημα της ζωής με οδηγό την υπαρξιακή ψυχολογία στοχεύοντας στην αποφυγή της κατάθλιψης και δή, στις ημέρες που διανύουμε…


Πηγή: Αντίφωνο

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Λάμπει μέσα μου εκείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει…[1]


Η εκατονταετηρίδα από της εκδημίας του κοσμοκαλόγερου των νεοελληνικών γραμμάτων, στάθηκε ικανή αφορμή για κάτι το ανέλπιστοˑ μια άνευ προηγουμένου έκρηξη πνευματικής δημιουργίας. Επετειακές εκδόσεις προς τιμήν του συγγραφέα, επιστημονικά συνέδρια, ραδιοφωνικά αφιερώματα, ακόμη ακόμη και τηλεοπτικές εκπομπές - από ένα μέσο που εδώ που τα λέμε δεν μας έχει συνηθίσει σε τέτοια θεματολογία. Όσο για τον τύπο, και τι δεν διαβάσαμε. Αναλύσεις λογοτεχνών, θεολόγων, διανοουμένων, κριτικών, συγγραφέων, ιεραρχών, επιστημόνων, εκδοτών... Άλλοι να αναφέρονται στον κυρ Αλέξανδρο υμνητικά, άλλοι επικριτικά, άλλοι συγκινητικά κι άλλοι αδιάφορα. Έτος Παπαδιαμάντη λοιπόν κι επισήμως το 2011.

Δεν θα σταθώ στο μεγαλείο του σκιαθίτη διηγηματογράφου. Ασχολήθηκαν μαζί του οι πλέον ειδικοί. Θα αποτολμήσω όμως να διατυπώσω την προσωπική μου έκπληξη για το γεγονός πως ενώ οι δεκαετίες περνούν κι κόσμος μας «προοδεύει» με ταχύτητες ασύλληπτες, επανέρχονται στο προσκήνιο άνθρωποι που στην εποχή τους θεωρήθηκαν μάλλον ανεπίκαιροι. Άνθρωποι όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Κόντογλου ή ο ζωγράφος Θεόφιλος που για την διανόηση της εποχής τους θεωρήθηκαν ξεπερασμένοι και συντηρητικοί. Κι ενώ οι δεκαετίες περνούν, η ως τότε «αγνοημένη» παράδοση έρχεται και χτυπά δυνατά την πόρτα των επόμενων γενιών. Κι ανακαλύπτουμε εκ νέου, μια παράδοση τόσο ζωντανή και τόσο εναργής, που μοιάζει να έρχεται από το μέλλον.

Πριν τα 1821, προετοίμασαν -ιδεολογικά και πνευματικά- την απελευθέρωση του υπόδουλου γένους, οι στην Δύση ευρισκόμενοι «Διδάσκαλοι του Γένους». Κύριο αίτημα τους η «Μετακένωση των Φώτων» από την Εσπερία στην σκλαβωμένη Ελλάδα. Θέλησαν διά της βίας να μας «εκπολιτίσουν». Αντί όμως το κακό να τελειώσει με την πολυπόθητη απελευθέρωση, φούντωσε κι άλλο. Ήλθαν έξωθεν οι Βαυαροὶ… να διοργανώσουν το νέο κράτος. Οι άνθρωποι προσέφεραν αυτό που είχαν. Προσπάθησαν να διοργανώσουν τα πάντα εξ αρχής σύμφωνα με τον πολιτισμό τους. Έτσι αρχίζει μια νέα περίοδος της ιστορίας μας, που επηρέασε όλη τη ζωή του τόπου: από το πως θα κτίζωμε τις εκκλησίες· πως θα εικονογραφούμε τους ναούς· πως θα ψάλλωμε, μέχρι το πως θα διασκεδάζωμε, θα τραγουδούμε και θα χορεύωμε...[2] Μια  μικρή βόλτα στους κεντρικούς ναούς των Αθηνών αρκεί για να «θαυμάσει» κανείς την δυτική αρχιτεκτονική, τα πολύχρωμα βιτρό και τις χαλκομανίες -φτηνές απομιμήσεις της δυτικής ζωγραφικής. Νιώθει πραγματικά «Ευρωπαίος». Μας πήραν μωρά παιδιά από τον μαστό της μάνας μας, της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μας έμαθαν άλλα. Μας έδωσαν να πιούμε γάλα κονσέρβας. Μας έκοψαν από τις ρίζες. Μας χώρισαν από την Παράδοση… μας έκαμαν αλλοδαπούς στον τόπο μας…[3]

Τους τελευταίους αιώνες η διανόηση του τόπου μας δεν έπαψε ούτε στιγμή να είναι αποκλειστικά και μόνον μεταπρατική. Καταγίνεται με το πώς θα μας κάμει Ευρωπαίους, πως θα διαφωτίσει τον λαό, πως θα αποτινάξει από πάνω του τη «λέρα» του Ρωμιού. Κτίζει μια αόρατη γέφυρα 2.000 ετών προκειμένου να μας συνδέσει απευθείας με την ένδοξη αρχαιότητα. Αδυνατεί να κατανοήσει την γλώσσα των παππούδων μας, αγνοεί την πίστη τους, αδιαφορεί για τα δημοτικά τους τραγούδια. Λοιδορεί την τέχνη του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου όσο εκείνος ζει. Μόλις όμως τα έργα του εκτίθενται στις αίθουσες του Λούβρου αναθεωρεί άρδην. Και μένει με το στόμα ανοιχτό... Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία χοντρά… Τον θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους οι ακαδημαϊκοί. Έτσι κυλούσε η ζωή του, πέθανε, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε με ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα…[4]


Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί όπου και να θολώνει ο νους σας μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη…[5]

Την πνευματική ζωή των τελευταίων αιώνων σημαδεύει η λεγόμενη γενιά του ‘30. Σε μιαν χώρα καθημαγμένη από τη Μικρασιατική καταστροφή, αναζητούνται οι στέρεες αξίες πάνω στις οποίες μπορεί να ανοικοδομηθεί η Ελλάδα. Ένα σύνολο διανοουμένων μελετώντας κυρίως Παπαδιαμάντη και Μακρυγιάννη, αναζητά στην παράδοση τη δημιουργική ορμή της ελληνικότητας. Όχι -προς Θεού- ως κάποιαν απόδειξη πολιτισμικής υπεροχής ή ανωτερότητας, μα ως την δυναμική εκείνης της ετερότητας που θα σφυρηλατήσει την αυτόνομη και ισότιμη παρουσία μας στην οικουμένη. Ανακαλύπτει στο κοινό κτήμα της λαϊκής παράδοσης του Γένους τη ψυχική περιουσία μιας φυλής, παραδομένη για αιώνες και χιλιετίες, από γενιά σε γενιά, από ευαισθησία σε ευαισθησία… αγνοημένη και πάντα παρούσα… Είναι η υπόσταση, ακριβώς, αυτού του πολιτισμού, αυτής της διαμορφωμένης ενέργειας, που έπλασε τους ανθρώπους και το λαό που αποφάσισε να ζήσει ελεύθερος ή να πεθάνει στα ΄21.[6] Ομολογεί πως λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό.[7] Η γενιά του ‘30 δεν έχει σκοπό να ωραιοποιήσει ή να καθαγιάσει το παρελθόν. Βρίσκει στις αγνοημένες γενιές των παππούδων μας εκείνο το κάτοπτρο μέσα από τον οποίο θα καταφέρουμε επιτέλους να δούμε το πιο ανόθευτο και αληθινό μας πρόσωπο, μιας και ένας φτωχός δεν έχει καν τα μέσα να ψεφτίσει. Καλός ή κακός, μες στην αδυναμία του, μένει ατόφιος, αληθινός…[8] Οι Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος αν και ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες, προσλαμβάνουν την ελληνική γλώσσα και παράδοση με γόνιμο τρόπο και δίνουν στην ελληνική ποίηση την ώθηση που χρειαζόταν για να κατακτήσει την παγκόσμια αναγνώριση. Στην ζωγραφική οι Παρθένης, Τσαρούχης, Παπαλουκάς αναβαπτίζουν την τέχνη τους στα νάματα της Βυζαντινής Αγιογραφίας. Ο Πικιώνης και ο Μόραλης μπολιάζουν την λαϊκή τέχνη με την Αρχιτεκτονική και την Χαρακτική.

Μένουσα εν εαυτή τα πάντα καινίζει…[9]
Την νεότερη Ορθόδοξη Θεολογία σημαδεύει λεγόμενη θεολογία της Ρωσσικής Διασποράς. Λίγοι κυνηγημένοι Ρώσοι μετανάστες καταφεύγουν στο Παρίσι, χτίζοντας γύρω από την ενορία μια θεολογική σχολή. Η ακτινοβολία που αποκτά συνιστά μια πραγματική επανάσταση. Κόμισαν στην Ευρώπη όχι μιαν επιμέρους θεολογική-εκκλησιαστική παράδοση, ιδεολογικά «ορθοδοξότερη» ή βιωματικά πιο «πνευματική», πιο «μυστική». Όχι. Η εκρηκτική τους συμβολή ήταν ότι αντέταξαν στο ευρωπαϊκό αδιέξοδο ρεαλιστική πρόταση ζωής…. Και η περιθωριακή τους παρέμβαση λειτούργησε με τη δυναμική του «κόκκου της σινάπεως», του ελάχιστου σπέρματος του ικανού να τινάξει και βράχο.[10] Η δυναμική που αναπτύσσεται τεράστια. Η Θεολογία των Πατέρων διδάσκεται στα κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου και η Ορθοδοξία καθίσταται αυτόνομος και διακριτός πόλος απέναντι στην δυτική σκέψη. Τα απόνερα αυτής θεολογικής αναγέννησης φτάνουν και στην μεταπολεμική Ελλάδα. Η Θεολογία του ’60, μέσα από την συστηματική μελέτη της Φιλοκαλίας, καταφεύγει στην Πατρολογία προκειμένου να επανασυνδεθεί με την εκκλησιαστική εμπειρία 2.000 ετών. Το Όρος αναγεννάται από ανθρώπους που αφήνουν ακαδημαϊκές καριέρες κι επιστημονικές περγαμηνές προκειμένου όχι να διδάξουν, αλλά να διδαχτούν την ορθόδοξη Θεολογία πλάι σε «σαλούς» ασκητές και αγράμματα γεροντάκια. Στις ελληνικές Θεολογικές Σχολές που για δεκαετίες ολόκληρες διδάσκονταν αποκλειστικά μεταφράσεις Ευρωπαίων Θεολόγων, κυρίως Προτεσταντών, συμβαίνει το «πρωτοφανές». Εν έτει 1962 εκδίδεται ο πρώτος τόμος των Συγγραμμάτων του Γρηγορίου του Παλαμά.

Κι ερχόμαστε στο σήμερα. Επιτακτική ανάγκη, λένε, για την μετάφραση των ιερών μας κειμένων στη νεοελληνική. Θα γιομίσουν οι εκκλησιές με νέους. Αναπαράγουμε την επιχειρηματολογία των Προτεσταντών μισσιονάριων που αλώνιζαν την ελληνική επικράτεια της προεπαναστατικής Ελλάδος, με κύριο έργο τους τον επανευαγγελισμό του αμαθούς και αγροίκου λαού. Μέσο για να το καταφέρουν η μετάφραση -λες και δεν γράφτηκαν στην ελληνική- των ιερών κειμένων. Θεωρούμε ότι η αποκάλυψη του Θεού δεν επιτυγχάνεται δια της εκκλησιαστικής εμπειρίας και πίστεως που διέσωσαν οι πατέρες μας, αλλά κυρίως διανοητικά, διά της γνώσης και κατανόησης των ιερών κειμένων. Αναβιώνουμε έτσι, μετά επτακόσια έτη, την ιστορική διαμάχη Γρηγορίου Παλαμά και Βαρλαάμ λαμβάνοντας «μετά παρρησίας» το μέρος του Λατίνου Επισκόπου.

Συνομολογεί κι ο Σαββόπουλος :
Φιλότεχνοι κι αλλήθωροι προς κάποια δύση πάντα
που παραμόρφωσε γενιές, παλιά κι απ' το τριάντα
την ώρα που το μέσα μας κοβόταν σαν διαμάντι
στου Καζαντζίδη το λυγμό και του Παπαδιαμάντη…[11]

Θ.Μ

[1] Οδ. Ελύτη, Τα Ελεγεία της Οξώπετρας
[2] Αρχιμ. Β. Γοντικάκη, Σύγχρονος Μοναστικός Βίος. Απολυτίκιον
[3] Αρχιμ. Β. Γοντικάκη, Το Άγιον Όρος και η παιδεία του Έθνους μας
[4] Γ. Σεφέρη, Ένας Έλληνας - ο Μακρυγιάννης. Δοκιμές
[5] Οδ. Ελύτη, Άξιον Εστί
[6] Γ. Σεφέρη, Ένας Έλληνας - ο Μακρυγιάννης. Δοκιμές
[7] Γ. Σεφέρη, Ένας Έλληνας - ο Μακρυγιάννης. Δοκιμές
[8] Οδ. Ελύτη, Η μαγεία του Παπαδιαμάντη
[9] Σοφία Σολομώντος, 7,27
[10] Χρ. Γιανναρά, Το Ορθόδοξο Παρίσι. Τα καθ’ εαυτόν
[11] Δ.Σαββόπουλου, Μέρες Καλύτερες θα ρθούν. Μην πετάξεις τίποτα  

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Ασπάζεται υμάς Λουκάς ο Ιατρός, ο αγαπητός...


2o ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΜΕ ΤΗ
ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ 50 ΧΡΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ (ΒΟΪΝΟ-ΓΙΑΣΕΝΕΤΣΚΙ) ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΥ
(1877 -1961)
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΚΡΙΜΑΙΑΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΤΗΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΝΑΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ
ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗΣ

Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ


11 ΚΑΙ 12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2011
ΑΙΘΟΥΣΑ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ


ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ




ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΙΔΑ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ 
ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ.κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ






Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Ποιά παράδοση και ποιά πρόοδος, του Λάκη Προγκίδη


Λίγο από πνεύμα ανταρσίας, λίγο από οικογενειακή παράδοση, βρέθηκα τον Ιούνιο του 1968, μετά από κάποιες πράξεις ανατρεπτικού, καθώς ελέχθη, χαρακτήρα, συγκρατούμενος με τον Θ.Π. στο 6ο αστυνομικό τμήμα στον Βαρδάρη. Δικτατορία. Σε λίγες μέρες πατούσα τα εικοσιένα.

Ζέστη ανυπόφορη. Ένα μπετονένιο κελί, μη αεριζόμενο, στον τελευταίο όροφο, ακριβώς κάτω από την ταράτσα. Πυρακτωμένο μέρα νύχτα. Μας βγάζαν μόνο για τις φυσικές μας ανάγκες και για να φάμε ανακούρκουδα το φαγητό που φέρναν και παραδίδαν στο φύλακα κάθε μέρα οι δικοί μας. Τελειώνοντας κι αφού καπνίζαμε το μοναδικό τσιγάρο του εικοσιτετράωρου –ώ της απολαύσεως!– κοιταζόμασταν και ψιθυρίζαμε «άντε πάλι στο καμίνι».

Οι μέρες κυλούσαν. Σε δυο τρεις βδομάδες είχαμε εξαντλήσει τις βασικές πληροφορίες γύρω από τη ζωή μας. Περάσαμε λοιπόν σε ιστορίες πιο προσωπικές. Ένα βράδυ, o Θ.Π., λογιστής το επάγγελμα, άρτι παντρεμένος, μου διηγήθηκε τις αναμνήσεις του από ένα τελευταίο του ταξίδι στη Σκιάθο όπου ανακάλυψε τον Παπαδιαμάντη. Καθώς δε το έφερε η τύχη νάχω κι εγώ γνωρίσει στα δεκατέσσερά μου και το ωραίο νησί και νάχω κιόλας διαβάσει τα άπαντα του Βαλέτα, αρχίσαμε να φέρνουμε στο μυαλό μας τα έργα του Παπαδιαμάντη, να ζωντανεύουμε τους ήρωές του και να ονειροπολούμε τις ρόδινες ακρογιαλιές, τις βασιλικές βελανιδιές και τα θεσπέσια τσιμπούσια του. Το καμίνι μας έβραζε. Ο Παπαδιαμάντης το δρόσιζε. Τόλη, αναφωνεί μια μέρα ο συγκάτοικος, ξέρεις τι λέω; Τι; Θα βγω στον Διοικητή να του ζητήσω να μας επιτρέψει να διαβάσουμε Παπαδιαμάντη. Σε βάρεσε η ζέστη, του κάνω. Ξερό κεφάλι όμως ο Θ.Π.: πέτυχε την ακρόαση για την ίδια μέρα. Επέστρεψε σε λίγο τρισευτυχισμένος. Κάθε δεκαπέντε μέρες, συμφώνησε ο Διοικητής, θα μας έφερνε η γυναίκα του Θ.Π. έναν τόμο από τα άπαντα και θα έπερνε πίσω τον διαβασμένο. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Και πώς δέχθηκε το πράγμα, ρώτησα. Α, με πολύ ενθουσιασμό, απάντησε. Δεν πρόλαβα, συνέχισε, να ολοκληρώσω το αίτημά μου και πετάχτηκε όρθιος αναφωνώντας «Μπράβο, αυτός μάλιστα, ίσως και ξεστραβωθείτε».

Δεν ευτύχησε να τελειώσουμε την ανάγνωση. Στο τέλος του τρίτου τόμου μας χωρίσαν. Μας μεταφέραν στο στρατόπεδο του Καρατάσου στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Μας κλείσαν σε χωριστά δωμάτια στον πρώτο όροφο ενός διώροφου κτιρίου που στο παρελθόν το χρησιμοποιούσαν οι εφημερεύοντες μόνιμοι αξιωματικοί. Σφράγισαν τα παντζούρια, βάλαν φρουρούς, μας σίτιζαν πρωί, μεσημέρι, βράδυ και μας επιτρέψαν να διαβάζουμε ό,τι βιβλία μας φέρναν από τα σπίτια μας μια φορά την εβδομάδα –αφού περνούσαν πρώτα από την έγκρισή τους, εννοείται. Δυστυχώς εγώ δεν είχα τα άπαντα για να ολοκληρώσω την ανάγνωση, τη δεύτερη της ζωής μου. Έφηβος τα είχα δανειστεί. Θυμάμαι, εντούτοις, πάντα με νοσταλγία τον εγκλεισμό στου Καρατάσου. Ποτέ δεν ξαναβρέθηκα στη ζωή μου σε τόσο ιδανικές συνθήκες για διάβασμα και περισυλλογή. Έμενα ξυπνητός μέχρι μετά τα μεσάνυχτα. Το εγερτήριο μου το είχα εξασφαλισμένο. Στις 7:00 η ώρα ένας λόχος σταματούσε κάτω από τα παράθυρα μας και κραύγαζε αρκετές φορές τα πασίγνωστα συνθήματα της Χούντας: ΕΙΚΟΣΙΜΙΑ! ΤΕΤΑΡΤΟΥ! ΕΞΗ-ΝΤΑ ΕΦΤΑ! – ΕΛΛΑΣ! ΕΛΛΗΝΩΝ! ΧΡΙ-ΣΤΙΑ-ΝΩΝ!

Μείναμε στο στρατόπεδο από τον Σεπτέμβριο του 1968 μέχρι που έγινε η δίκη, τον Μάιο του 1969. Από τις πρώτες μέρες, με νωπό ακόμα στη μνήμη μου τον Παπαδιαμάντη, σκεφτόμουν σε τι παράξενη θέση με είχε φέρει η τύχη. Από τη μια μεριά έπαλε μέσα μου ολοζώντανη, πανέμορφη, νόστιμη και απέραντα ανεκτική απέναντι στις τρέλες, τις αποκοτιές και τα πάθη των ανθρώπων η Ελλάδα των Ελλήνων χριστιανών του αγαπημένου μου συγγραφέα. Και από την άλλη, ο έξω κόσμος με βομβάρδιζε με μια ελληνοχριστανική Ελλάδα που με γέμιζε με τόση λύσσα όση και οδύνη. Τούτη η αντίθεση, τούτη η αντιπαράθεση δυο φαινομενικά όμοιων κόσμων στάθηκε το πρώτο μου μάθημα λογοτεχνικής κριτικής.

Πέρασαν από τότε δέκα ολόκληρα χρόνια μέχρι ν’ αποφασίσω ν’ ασχοληθώ συστηματικά με την κριτική της λογοτεχνίας και ιδιαίτερα του μυθιστορήματος. Για ένα μεγάλο διάστημα ο Παπαδιαμάντης υπήρξε το μοναδικό μου σχολείο. Μα, θ’ απορήσετε, ασχολήθηκε ο Παπαδιαμάντης με την κριτική; Όχι βέβαια. Η κριτική όμως για την οποία μιλώ και η οποία έγινε η μοναδική μου σχεδόν ενασχόληση, προήλθε, ναι, προήλθε από το παπαδιαμαντικό έργο, ή, για την ακρίβεια, προήλθε από την σπίθα που πετάχτηκε μέσα μου τη στιγμή της σύγκρουσης αυτού του έργου με την καταθλιπτική και ανελεύθερη ατμόσφαιρα της χουντικής ελληνοxριστιανοσύνης.

Δεν χρειαζόταν βέβαια και καμιά φοβερή πνευματική ικανότητα για να καταλάβω το χάσμα που χώριζε την πίστη και την τέχνη του Παπαδιαμάντη από τα ιδεολογήματα των ηγετίσκων της δικτατορίας. Μου αρκούσε η αίσθησή μου. Στην περίπτωση του Παπαδόπουλου και των συνεργατών του, ένας δισχιλιετής πολιτισμός είχε στραγγίσει, είχε συρρικνωθεί, είχε καταντήσει κούφιο σύνθημα για να το βροντοφωνάζουν κατ’ εντολήν οι φαντάροι. Με τον Παπαδιαμάντη οι ίδιες λεξούλες που όριζαν τη χώρα μου, το λαό μου και την θρησκευτική του πίστη ηχούσαν μέσα μου σαν κάλεσμα ενός ακμαίου πολιτισμού, πάντα πλούσιου σε εκπλήξεις και αινίγματα. Ένα σφαλιστό παράθυρο χώριζε τους δύο κόσμους. Έξω, το καθεστώς που αντιμαχόμουν προσπαθούσε να μετατρέψει την πολιτισμική μου ταυτότητα σε τύπο, σε σχήμα αιώνια απαρασάλευτο. Μέσα, η ίδια ταυτότητα μεταμορφωνόταν σε ανεξάντλητο μυστήριο, σε ανάσα δημιουργίας, σε ελευθερία.

Ξαναθυμήθηκα φέτος, ύστερα από σαράντα τρία χρόνια, τη διαμονή στου Καρατάσου. Ίσως γιατί το καλεί η επέτειος. Ίσως γιατί προσπαθώ, διαβάζοντας τον ξανά και ξανά να δω τι έχει να μας πει ο συγγραφέας του «Φτωχού Αγίου», για την σημερινή μας κατάντια. Και ξαναθυμήθηκα φυσικά σε τι συνίστατο το πρώτο μάθημα κριτικής στο οποίο μόλις αναφέρθηκα. Συνίστατο σε δυο ανακαλύψεις. Ανακάλυψα, εκεί στην απομόνωση, πρώτον την αμφίσημη φύση της παράδοσης. Την κοίταζα από τη μεριά της χούντας, πτώμα. Την κοίταζα από τη μεριά του κυρ Αλέξανδρου, άνθιζε, ευδοκιμούσε. Κι αυτό όχι θεωρητικά και αφηρημένα αλλά στο ίδιο το πετσί μου, για να το πω έτσι. Το ίδιο μου το κορμί είχε γίνει το θέατρο αυτής της διπλής όψης της παράδοσης: στ’ αυτιά μου αντιλαλούσε το κούφιο σύνθημα των Συνταγματαρχών ενώ ταυτόχρονα τα σωθικά μου χοροπηδούσαν στο ρυθμό του παπαδιαμαντικού τραγουδιού.

Η δεύτερη ανακάλυψη ήταν λιγότερο κατανοητή. Θέλω να πω ότι ενώ η πρώτη είχε άμεση σχέση με τη σύγκριση, διανοητικού περισσότερο χαρακτήρα, του μέσα με το έξω, του παπαδιαμαντικού πλούτου που γέμιζε το είναι μου με την έκπτωτη μορφή του πού κυριαρχούσε από την άλλη πλευρά του παραθύρου, η δεύτερη ανακάλυψη ήταν πολύ δύσκολο να περιγραφτεί. Ναι, με το πρώτο άκουσμα του συνθήματος «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών» ένιωσα κάτι που είναι αδύνατον να εκφραστεί με λέξεις. Ή για την ακρίβεια κάτι που ήταν αδύνατον να εκφραστεί και το οποίο παιδεύομαι έκτοτε να πω, να φανερώσω, να κάνω να γίνει κατανοητό. Εκείνη η δεύτερη «ανακάλυψη» στάθηκε για μένα το μεγάλο αίνιγμα και το κίνητρο για να ριχτώ στην περιπέτεια της κριτικής. Εδώ, είπα μέσα μου, γίνεται κάτι το εξαιρετικό. Κάτι για το οποίο αξίζει τον κόπο να επιχειρήσω μιαν ολόκληρη στροφή σε σχέση με τον δρόμο πού είχε πάρει ήδη η ζωή μου: Πολυτεχνείο, πολιτικοποίηση, λογοτεχνικά ενδιαφέροντα. Εδώ, σε τούτο το κεφάλαιο, ίσως κάτι έχω να πω, κάτι το τελείως δικό μου, σκέφτηκα.

Ποια ήταν λοιπόν αυτή η τόσο περίεργη και άρρητη αίσθηση; Το γέλιο. Ναι, το γέλιο. Ακούγοντας τα φανταράκια να ξελαρυγγύζονται για να με κάνουν να καταλάβω τι θα πει Ελλάδα άρχισα να γελάω. Βουβά. Μέσα μου. Ένα γέλιο εύθυμο, λαγαρό, πρόσχαρο, συντροφικό. Χωρίς ίχνος έχθρας και σατιρικής διάθεσης –στο κάτω κάτω της γραφής απόλυτα δικαιολογημένης από την περίσταση. Όχι βέβαια ότι μου ήρθε να ταυτιστώ με την πρωινή εντεταλμένη χορωδία και να πάρω μέρος στη συλλογική αποβλάκωση. Γέλιο ίσον απόσταση. Υπό όποια μορφή κι αν ξεπηδήσει. Και ποια ήταν λοιπόν η μορφή εκείνου του γέλιου; Δεν ήξερα ούτε να την ονομάσω, ούτε να την περιγράψω. Το μόνο πράγμα πού καταλάβαινα διαυγέστατα είναι ότι είχα βρεθεί ξαφνικά σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση, σε μια «γνώση» ασύλληπτη για τα φτωχά μου εκφραστικά μέσα. Ένιωθα σαν το κλειστό παράθυρο να είχε εξαφανιστεί και μαζί του και το δωμάτιο. Σαν από τον εαυτό μου ν’ αποκολλήθηκε ένας άλλος εαυτός που μ’ έβλεπε από πολύ μακριά. Που μας έβλεπε από κάποιον άλλο πλανήτη: εμένα, το στρατόπεδο και τη χώρα μου ολόκληρη. Μέσα σ’ ένα συναίσθημα απέραντης συγκατάβασης. Σαν νάμασταν όλοι ένα. Σαν να μην ήταν καθόλου εύκολο να διακρίνεις τους εχθρούς από τους φίλους. Σαν ένα μαγικό ραβδί να είχε σβήσει διαφορές, ανταγωνισμούς και αντιδικίες. Αλλά και πάλι, τίποτα δεν είχε παραμερίσει από τη θέση του και ιδιαίτερα τα καρφωμένα παντζούρια. Γελούσα. Το είναι μου είχε παραδοθεί στη χαρά του γέλιου. Το ένιωθα. Αλλά ταυτόχρονα ένιωθα ότι γελούσα χωρίς να ξέρω το γιατί. Πέρασε πολύς καιρός πριν αρχίσω να αρθρώνω κάποιες σκέψεις γύρω από το φαινόμενο. Τότε, όταν συνέβει, για το μόνο πράγμα που ήμουν σίγουρος ήταν ότι στον πυρήνα αυτής της περίεργης σκωπτικής διάθεσης φώλιαζε το έργο του Παπαδιαμάντη που μόλις είχα ξαναδιαβάσει.

Οι ιδιαίτερες συνθήκες όπου βρισκόμουν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν κάποιες στιγμές παράκρουσης. Προτίμησα το δρόμο της εκλογίκευσης. Βέβαια αν πάρουμε το έργο του Παπαδιαμάντη καθ’ εαυτό δε θα βρούμε την παραμικρή νύξη σε σχέση με την ελληνοχριστιανοσύνη την οποία διατυμπάνιζαν οι αυτοκυρηχθέντες προστάτες του έθνους. Αποκλειόταν λοιπόν η οποιαδήποτε άμεση συσχέτιση λογοτεχνικού έργου και συγκεκριμένης κατάστασης. Έμενε ίσως η έμμεση: η φρέσκια ακόμα μέσα μου μνήμη της παπαδιαμαντικής ελληνοχριστιανοσύνης μ’ έκανε να χλευάζω, ως εξ αντιπαραβολής, το ελεεινό απολειφάδι της. Όμως ούτε κι αυτή η εξήγηση ευσταθούσε. Το είπα ήδη το γέλιο μου δεν είχε σατιρικό χαρακτήρα. Δεν κατευθυνόταν από το μέσα προς το έξω. Μάλλον το αντίθετο συνέβαινε: το έξω εισχωρούσε στο δωμάτιό μου, το έξω ενσωματωνόταν στη γενική ατμόσφαιρα της ευθυμίας που σκέπαζε τα πάντα. Αλλά αν εκείνο το γέλιο δεν λειτουργούσε ούτε απελευθερωτικά, εντός μου, ούτε υποτιμητικά για τους άλλους, για τους δεσμώτες μου, σαν τι λειτουργούσε;

Λειτουργούσε, το λέω τώρα, εκ των υστέρων, σαν αισθητική εμπειρία. Μια εμπειρία που πολύ πιθανόν είχα κιόλας αισθανθεί στο παρελθόν χάρη σε άλλα διαβάσματα αλλά ποτέ σ ́αυτή την ένταση. Ίσως γιατί ποτέ δεν είχα βρεθεί σε τόσο ακραίες καταστάσεις όπου, απ’ ότι φαίνεται, η ευαισθησία του ανθρώπου οξύνεται στο έπακρο. Όπως κι αν έχει η σύγχυση των δικών μου βιωμάτων με τα βιώματα εκείνων που πίστευα ότι ήταν στην αντίπερα όχθη, τούτη δω η γειτνίαση υπό τη σκέπη του Παπαδιαμάντη, καταστάσεων εκ προοιμίου ξένων μεταξύ τους, με διασκέδαζε. Και προπαντός με παίδευε. Με τη διπλή σημασία της λέξης: με βασάνιζε και μου μάθαινε. Ήταν αυτονόητο να κοροϊδεύω αυτούς που είχα επιλέξει για αντιπάλους. Ήταν κομμάτι περίεργο να μας βλέπω να κολυμπάμε όλους μας στην παπαδιαμαντική ειρωνία. Αναγκαστικά αναρωτιόμουν: τι τέλος πάντων το ιδιαίτερο υπήρχε στο έργο του Παπαδιαμάντη που μ ́έκανε εμένα τον αναγνώστη να γεύομαι τούτο το διφορούμενο γέλιο;

Στα δεκατέσσερα μου χρόνια ο Παπαδιαμάντης με εξοικίωσε με τις παραδόσεις του λαού μας. Με πότισε με την ομορφιά της ελληνικής φύσης. Με γέμισε με τον ερωτισμό του. Στου Καρατάσου μ’ έριξε στον κόσμο, μ ́έφερε αντιμέτωπο με το αίνιγμα που λέγεται σημερινός κόσμος. Έτσι στον πρώιμο διάλογο με το έργο ήρθε να προστεθεί, στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, και ο διάλογος με τον κόσμο. Την επαύριο λοιπόν της δεύτερης ανάγνωσης του Παπαδιαμάντη, μου φαινόταν σαν ο κόσμος νάταν ένα εφτασφράγιστο μυστήριο που άνοιγε μόνο με το κλειδί των καλλιτεχνικών έργων, ακόμα και των έργων τέχνης που είχαν φτιαχτεί, όπως αυτό του Παπαδιαμάντη, σε καιρούς αλλοτινούς, πριν ετούτος εδώ ο κόσμος δει το φως της μέρας. Λες και το έργο τέχνης τον είχε προαισθανθεί. Λες και τον ένιωθε να σαλεύει στα σωθικά του. Ξαφνικά ωρίμασα. Άρχισα να δοκιμάζω τα πρώτα μου εργαλεία στο χώρο της κριτικής. Δεν συνομιλούσα μόνο με τον Παπαδιαμάντη, έφερνα ταυτόχρονα τον κόσμο του κοντά στο δικό μου...